Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρέχοντα

  • 1 τρέχοντα

    τρέχω
    run: pres part act neut nom /voc /acc pl
    τρέχω
    run: pres part act masc acc sg

    Morphologia Graeca > τρέχοντα

  • 2 текущий

    текущий (теперешний) σημερινός, τρεχούμενος; \текущий момент η σημερινή κατάσταση, το παρόν в \текущийем году το τρέχον έτος, φέτος; \текущийие дела τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα; \текущий ремонт η μικρή επισκευή
    * * *
    ( теперешний) σημερινός, τρεχούμενος

    теку́щий моме́нт — η σημερινή κατάσταση, το παρόν

    в теку́щем году́ — το τρέχον έτος, φέτος

    теку́щие дела́ — τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα

    теку́щий ремо́нт — η μικρή επισκευή

    Русско-греческий словарь > текущий

  • 3 επιστομιζω

        1) досл. взнуздывать, перен. надевать на рот
        2) обуздывать, заставлять замолчать
        

    (τινά Arph., Aeschin., Dem., Luc.; τινὰ σοφίσματί τινι Plut.; τινί и ὑπό τινος ἐπιστομισθείς Plat., Plut.)

        3) заставлять упасть ничком

    Древнегреческо-русский словарь > επιστομιζω

  • 4 издержки

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > издержки

  • 5 вопрос

    вопрос
    м
    1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:
    задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
    2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
    спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
    3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
    аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вопрос

  • 6 задача

    зада́ч||а
    ж в разн. знач. τό πρόβλημα/ ὁ σκοπός (цель):
    \задача на деление πρόβλημα διαίρεσης· очередные \задачаи τά τρέχοντα προβλήματα· основная\задача τό βασικό καθήκον решать \задачау прям, перен λύνω τό πρόβλημα· поставить себе \задачау βάζω σκοπό μου.

    Русско-новогреческий словарь > задача

  • 7 подбежать

    подбежать
    сов (к τρέχοντα -?*-'«) προστρέχω, ἔρχομαι ποΧ^5'1σι<-ζω τρεχάτος. ^адвЧ**··*. ϊ (гриб) τόξ γκρίζο

    Русско-новогреческий словарь > подбежать

  • 8 текущий

    теку́щ||ий
    1. прич. от течь·
    2. прил перен (настоящий) παρών, τρεχούμενος, τρέχων, ἐνεστώς:
    \текущийие дела τά τρέχοντα ζητήματα· двадцать второе число́ \текущийего месяца στίς είκοσιδύο τρέχοντος· в \текущийем году́ τό τρέχον ἔτος, ἐφέτος· \текущий момент ἡ σημερινή κατάσταση· \текущий ремонт ἡ μικρο-επισκευή· ◊ \текущий счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός.

    Русско-новогреческий словарь > текущий

  • 9 ζήτημα

    τό
    1) вопрос, проблема; дело;

    επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;

    διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;

    αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;

    τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;

    ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;

    ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;

    ζήτημα τιμής — дело чести;

    ζήτημα γούστου — дело вкуса;

    τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;

    τό ζήτημα είναι ότι... — вопрос (или дело) в том, что...;

    αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;

    λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;

    δεν είναι ζήτημα — это не проблема;

    δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;

    αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;

    θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;

    είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;

    ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;

    τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;

    γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;

    2) конфликт, спор, ссора;

    υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;

    δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;

    3) юр. вопрос присяжному

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζήτημα

  • 10 τρέχων

    ουσα, ον 1. текущий;

    τό τρέχον έτος — текущий год;

    § η τρέχούσα τιμή — рыночная цена на данный момент;

    2. тгЯ.:

    τα τρέχοντά — текущие события

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρέχων

  • 11 задача

    θ.
    1. καθήκο, έργο, δουλειά•

    выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•

    наши -и τα καθήκοντα μας•

    основная задача το βασικό καθήκο.

    || σκοπός αντικειμενικός•

    поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.

    || ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•

    очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.

    2. μαθ. πρόβλημα•

    алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.

    3. (απλ.)
    επιτυχία• ευτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > задача

См. также в других словарях:

  • τρέχοντα — τρέχω run pres part act neut nom/voc/acc pl τρέχω run pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …   Dictionary of Greek

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • φιορδ — Κόλπος στενός και βαθύς (στα νορβηγικά, fjord σήμαινε αρχικά φυσικό λιμάνι), ο οποίος εισχωρεί στην ξηρά έως μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και μερικές φορές με πολλές διακλαδώσεις. Χαρακτηρίζει τις ορεινές ακτές της Νορβηγίας και των άλλων χωρών που …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • επίκαιρα, κινηματογραφικά — Ταινίες μικρού μήκους που γυρίζονταν στο παρελθόν για να παρουσιάζουν περιοδικά ένα ή περισσότερα τρέχοντα γεγονότα και χρονικά (πολιτικά, αθλητικά, επιστημονικά, θρησκευτικά, κοσμικά κλπ.). Οι προβολές ταινιών επικαιρότητας άρχισαν ουσιαστικά με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»