-
1 άγλωσσος
-
2 ἄγλωσσος
-
3 αγλωσσος
атт. ἄγλωττος 21) не имеющий языка(κροκόδειλος Arst.; χαλκῆ Λέαινα Plut.)
2) бессловесный, немой(ἦτορ Pind.; στόμα Anth.)
3) не говорящий (по-гречески), иноземец Soph. -
4 ἄγλωσσος
1 speechless, without a wordἧ τιν' ἄγλωσσον μέν, ηλτ;γτ;τορ δ ἄλκιμον λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
-
5 ἄγλωσσος
A without tongue, of the crocodile, Arist. PA 690b23, cf. Eub.107.1; of a flute, without reed, Poll.2.108. Adv.- τως Id.6.145
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγλωσσος
-
6 ἄγλωσσος
ἄ-γλωσσος, ohne Zunge; Krokodil. Gew. ohne verständliche Sprache, stumm -
7 άγλωσσος
dilsiz, dili zengin olmayan -
8 αγλωττος
-
9 άγλωσσον
-
10 ἄγλωσσον
-
11 άγλωττον
ἄγλωσσοςwithout tongue: masc /fem acc sg (attic)ἄγλωσσοςwithout tongue: neut nom /voc /acc sg (attic) -
12 ἄγλωττον
ἄγλωσσοςwithout tongue: masc /fem acc sg (attic)ἄγλωσσοςwithout tongue: neut nom /voc /acc sg (attic) -
13 αγλώττως
ἄγλωσσοςwithout tongue: adverbial (attic)ἄγλωσσοςwithout tongue: masc /fem acc pl (attic doric) -
14 ἀγλώττως
ἄγλωσσοςwithout tongue: adverbial (attic)ἄγλωσσοςwithout tongue: masc /fem acc pl (attic doric) -
15 бессловесный
бессловесн||ыйприл1. ἄφωνος, ἀλαλος, ἄγλωσσος;2. перен σιωπηλός, Αμίλητος:\бессловесныйое существо́ ἀμίλητος (или σιωπηλός) ἄνθρωπος; ◊ \бессловесныйая роль ὁ βουβός ρόλος. -
16 άγλωσσοι
-
17 ἄγλωσσοι
-
18 άγλωττοι
-
19 ἄγλωττοι
-
20 άγλωττος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄγλωσσος — without tongue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγλωσσος — η, ο (Α ἄγλωσσος, ον) αυτός που δεν έχει γλώσσα αρχ. 1. άφωνος, άλαλος 2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος 3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀγλωσσία] … Dictionary of Greek
άγλωσσος — η, ο αυτός που δεν έχει λαλιά, βουβός· μτφ., αυτός που είναι ανίκανος να εκφραστεί σωστά στη γλώσσα του: Οι Έλληνες, μαθαίνοντας στο σχολειό καθαρεύουσα και δημοτική, καταντούσαν άγλωσσοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγλώττως — ἄγλωσσος without tongue adverbial (attic) ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλωσσον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλωττον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg (attic) ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώσσου — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώσσων — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώσσῳ — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώττοις — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλώττου — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)