-
1 κροκόδειλος
κροκόδειλος, ὁ, 1) das Krokodil, die größte u. gefährlichste Nileidechse, Her. 2, 68 ff.; ὁ ποτάμιος, ὁ ἐν Αἰγύπτῳ, Arist. H. A. 1, 11. 2, 10; – nach Her. 2, 69 bedeutet es eigentlich jede Eidechse, daher ὁ κρ. χερσαῖος = Landeidechse, 4, 192; Arist. H. A. 5, 33. – 2) ein sophistischer Schluß, Rhett. Die ihm, u Grunde liegende Geschichte erzählt Luc. Vit. auct. 22.
-
2 κροκοδειλος
ὅ1) (тж. κ. ὅ χερσαῖος Arst.) ящерица Her.2) (тж. κ. ὅ ποτάμιος Arst.) крокодил Her. etc.3) «крокодил» (вид софизма: крокодил обещает матери вернуть похищенного ребенка, если она отгадает его намерение; мать говорит: «ты не вернешь мне его»; крокодил доказывает, что, независимо от истинности или неистинности этого положения, он не должен вернуть ребенка, а мать доказывает, что в обоих случаях он должен вернуть его) Luc. -
3 κροκόδειλος
κροκόδειλοςhzard: masc nom sg -
4 κροκόδειλος
κροκόδειλος, ὁ, (1) das Krokodil, die größte u. gefährlichste Nileidechse; eigentlich jede Eidechse, daher ὁ κρ. χερσαῖος = Landeidechse. (2) ein sophistischer Schluß, Rhett. -
5 κροκόδειλος
-ου ὁ N 2 1-0-0-0-0=1 Lv 11,29lizard; ὁ κροκόδειλος ὁ χερσαῖος land crocodile, lizard -
6 κροκόδειλος
ο крокодил -
7 κροκόδειλος
крокодилГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κροκόδειλος
-
8 κροκόδειλος
crocodile -
9 κροκόδειλος
krokodyl (m) rzecz. -
10 κροκόδειλος
krokodýl -
11 κροκόδειλος
crocodileΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κροκόδειλος
-
12 crocodile
κροκόδειλος -
13 krokodýl
κροκόδειλος -
14 crocodile
κροκόδειλος -
15 krokodyl
κροκόδειλος -
16 κροκοδείλοις
κροκόδειλοςhzard: masc dat pl -
17 κροκοδείλοισι
κροκόδειλοςhzard: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
18 κροκοδείλου
κροκόδειλοςhzard: masc gen sg -
19 κροκοδείλους
κροκόδειλοςhzard: masc acc pl -
20 κροκοδείλων
κροκόδειλοςhzard: masc gen pl
См. также в других словарях:
κροκόδειλος — κροκόδειλος, ο και κορκόδειλος, ο μεγάλο ερπετό της οικογένειας κροκοδειλίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροκόδειλος — hzard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ … Dictionary of Greek
κροκοδείλοις — κροκόδειλος hzard masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλοισι — κροκόδειλος hzard masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλου — κροκόδειλος hzard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλους — κροκόδειλος hzard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλων — κροκόδειλος hzard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοδείλῳ — κροκόδειλος hzard masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόδειλοι — κροκόδειλος hzard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόδειλον — κροκόδειλος hzard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)