-
101 κριβανίτης
A baked in a pan ([etym.] κρίβανος), of bread, Ar.Fr. 125, Epich.52, Amips.5, Sophr.27 (also κλ- Id.28), Gal.6.489, etc.; ὁ κ. (sc. ἄρτος) loaf so baked, Ar.Ach. 1123: hence, comicallv, βοῦς κ. ib.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριβανίτης
-
102 κριμνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριμνίτης
-
103 κροταφίτης
A temporal muscle, Hp.Art.30, Gal.UP16.6, Antyll. ap. Orib. 7.16.2, Arch.Pap.4.270 (iii A. D.):—fem. [suff] κροτᾰφ-ίτιδες πληγαί blows on the temples, Hp.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροταφίτης
-
104 κρουνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουνίτης
-
105 κτηματίτης
A = κτηματικός 1, Lycurg.Fr.93, Socr.Ep.29.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηματίτης
-
106 κτηνίτης
A belonging to beasts, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτηνίτης
-
107 κυδωνίτης
A quince-wine, Dsc.5.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυδωνίτης
-
108 κυψελίς
II wax in the ears, Ruf.Onom. 223, Aret.SD1.15, Luc.Lex.1, Lib.Decl. 26.35:—also [suff] κυψελ-ίτης ῥύπος, ὁ, EM549.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυψελίς
-
109 κωμήτης
A villager, countryman, Pl. Lg. 762a, 763a, X.An.4.5.24, Call.Hec.Fr.23 M., UPZ120.3 (- ίτης, ii B.C.), D.H.4.14, etc.II in a city, one of the same quarter or district, Ar.Nu. 965, OGI488.3 ([place name] Philadelphia), CIG 3695b ([place name] Aesepus): more generally, Φεραίας κωμῆται χθονός dwellers in, E.Alc. 476; θυρέτρων τῶνδε κωμῆται θεοί neighbours, Ion Trag.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμήτης
-
110 λαμπαδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπαδίτης
-
111 λεκιθίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκιθίτης
-
112 λεσχηνίτης
A = λεσχηνευτής, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχηνίτης
-
113 λευκίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκίτης
-
114 λιθοβολίτης
A gloss on λιθολεύστης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβολίτης
-
115 λίθος
A stone, Hom., etc.; esp. of the stones thrown by warriors, τρηχὺς λ., λ. ὀκριόεις, Il.5.308, 8.327; also, stonequoit, Od.8.190;ἑλέσθαι.. ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199.4
; of building- stones,λίθοι βασιλικοί PSI4.423.28
, PCair.Zen.499.20 (both iii B.C.): prov., ; λίθον ἕψειν 'to lose one's labour', Ar.V. 280; also of stupid persons, 'blockheads', , cf. Thgn.568, Pl.Hp.Ma. 292d, Gal.9.656; λ. τις, ou) dou/lh Herod.6.4; προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φρονεῖν λ., of Niobe, Philem.101;ὥσπερ λίθον ζῆν Pl.Grg. 494a
sq.; λίθῳ λαλεῖς prov. of ἀναίσθητοι, Macar.5.61.2 stone as a substance, opp. wood, flesh, etc.,ἐπεὶ οὔ σφι λ. χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510
; λαοὺς δὲ λίθους ποίησε turned into stone, petrified, 24.611, cf. Pl.Smp. 198c; so [νῆα] θεῖναι λ. Od.13.156
; as an emblem of hard-heartedness, , cf. Theoc.3.18.II λίθος, ἡ, twice in Hom., Il.12.287, Od.19.494, just like masc., also in Theoc.7.26, Bion Fr.1.2: later mostly of some special stone, as the magnet is called Μαγνῆτις λ. by E.Fr. 567 (but ἡ λίθος simply in Democr.11k, Arist.Ph. 267a2, cf. v.l. de An. 405a20); also Λυδία λ. by S.Fr. 800 (but in B.Fr. 10 J. Λυδία λ. = touchstone); Ἡρακλεία λ. by Pl. Ion 533d, Epicur.Fr. 293; so of a touchstone, Pl.Grg. 486d; ἡ διαφανὴς λ. a piece of crystal used for a burning-glass, Ar.Nu. 767, cf. Luc.Alex.21; χυτὴ λ. was perh. a kind of glass, and so an older name for ὕαλος, Epin.1.8 (the same thing as the ἀρτήματα λίθινα χυτά in Hdt.2.69; cf.τὴν ὕαλον.. ὅσα τε λίθων χυτὰ εἴδη καλεῖται Pl.Ti. 61c
); λ. = precious stone is fem. in Hp.Nat.Mul.99, IG22.1421.92, 1460.21, but masc. in Hdt.2.44, etc.; in the sense of marble mostly masc.,λευκὸς λ. Id.4.87
(simplyλίθος 1.164
), S.Fr. 330 (λευκοὶ λ. is opp.πέτρινοι λ. Supp.Epigr.4.446.8
([place name] Didyma));Πάριος λ. Pi.N.4.81
, Hdt.3.57;Ταινάριος λ. Str.8.5.7
; λ. Θάσιος, Αἰγύπτιος, etc., Paus.1.18.6, etc.;κογχίτης Id.1.44.6
;κογχυλιάτης X.An.3.4.10
; butΠαρία λ. Theoc.6.38
, Luc.Am.13; cf. λυχνίας, -ίτης; πώρινος λ. tufa, Hdt.5.62.2 collectively, πέφυκε λίθος.. ἄφθονος, ἐξ οὗ .. X.Vect.1.4.IV at Athens, λίθος, ὁ, was a name for various blocks of stone used for rostra or platforms, as,2 another in the ἀγορά used by the κήρυκες, Plu.Sol.8; prob. the same as ὁ πρατὴρ λ., on which the auctioneer stood when selling slaves, etc., Poll.3.78, cf. 126.3 an altar in the ἀγορά, at which the Thesmothetae, arbitrators, and witnesses took their oaths, Philoch.65, D.54.26 (restored from Harp. s.v. λίθος), Arist.Ath.7.1, 55.5, Plu.Sol.25; cf. λιθωμότης.V piece on a draughtboard, Alc.82, Theoc. 6.18, cf.γραμμή 111.1
: hence pron.,πάντα λίθον κινεῖν Zen.5.63
(who explains it differently).VI Medic., stone in the bladder, calculus, Arist.HA 519b19, Hp.Morb.4.55, al.VII Δία λίθον ὀμνύναι, = Lat. Jovem lapidem jurare, Plb.3.25.6.VIII λίθοι χαλάζης hail- stones, LXX Jo.10.11.IX λ. ὁ οὐ λ. the philosophers' stone, Zos. Alch.p.122 B. -
116 λικνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικνίτης
-
117 λιμενίτης
A god of the harbour, of Priapus, AP10.1 (Leon.), cf. 10.17 (Antiphil.):—fem. [suff] λῐμεν-ῖτις, ιδος, of Artemis, ib.6.105 (Apollonid.).2 λ. φυλακτῆρες custom-house officers, Dam.Isid. 186.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμενίτης
-
118 λογχίτης
II λογχῖτις, ιδος, ἡ, plant with spear-shaped seeds, Serapias Lingua, Dsc.3.144, Gal.12.63.2 Holly-fern, Aspidium lonchitis, Dsc.3.145, Gal. l.c.3 shrub yielding τὸ Ἰνδικὸν λύκιον, Dsc.1.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογχίτης
-
119 λοχίτης
A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone ? A.Ch. 768; :— fem. [full] λοχῖτις ἐκκλησία, = Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχίτης
-
120 λυχνίτης
A a precious stone of a red colour, Pl.Erx. 400d, Str.17.3.11, Plin.HN37.104 (v.l.), Eust.ad D.P.327.II λ. λίθος a name for Parian marble, which was quarried by lamplight, Varro ap.Plin.HN36.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυχνίτης
См. также в других словарях:
ίτης — ἴτης, ὁ (Α) ιταμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιταμός] … Dictionary of Greek
ἴτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek
σουν(ν)ίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι σουνίτες οι οπαδοί τού σουνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούν(ν)α, «μουσουλμανικές διδαχές» + κατάλ. ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. Σουννῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Νεολόγος Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek
κορνουαλ(λ)ίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού που απαντά στην κομητεία τής Κορνουάλης τής Αγγλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornwallite από το τοπωνύμιο Cornwall (Κορνουάλη)] … Dictionary of Greek
σεδ(δ)ίτης — ο, Ν εκρηκτική, ουδέτερη στην τριβή και στην κρούση, ύλη που χρησιμοποιείται, κυρίως, στα λατομεία αντί της δυναμίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cheddite < chedde «ονομασία περιοχής στην Άνω Σαβοΐα»] … Dictionary of Greek
στελ(λ)ίτης — ο, Ν (εμπορ. ονομ.) τύπος κράματος κοβαλτίου, χρωμίου, βολφραμίου, μολυβδαινίου, άνθρακα και σε μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κοβάλτιο, που φθάνει από 40% έως 55% … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ίτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους 2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση… … Dictionary of Greek
φλουελ(λ)ίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο φθοριούχο ορυκτό τού αργιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fluellite < flu orine (< νεολατ. fluor «είδος μετάλλου») + wavellite «είδος μετάλλου»] … Dictionary of Greek
ἴται — ἴτης masc nom/voc pl ἴτᾱͅ , ἴτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)