-
1 κωμήτης
A villager, countryman, Pl. Lg. 762a, 763a, X.An.4.5.24, Call.Hec.Fr.23 M., UPZ120.3 (- ίτης, ii B.C.), D.H.4.14, etc.II in a city, one of the same quarter or district, Ar.Nu. 965, OGI488.3 ([place name] Philadelphia), CIG 3695b ([place name] Aesepus): more generally, Φεραίας κωμῆται χθονός dwellers in, E.Alc. 476; θυρέτρων τῶνδε κωμῆται θεοί neighbours, Ion Trag.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμήτης
См. также в других словарях:
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
οικιήτης — οἰκιήτης, ιων. τ. και αττ. τ. οἰκιάτης και θεσσ., λοκρ., αρκαδ. τ. Fοικιάτας, ὁ (Α) οικέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκία + κατάλ. ήτης (πρβλ. κωμ ήτης, λιμν ήτης)] … Dictionary of Greek