-
1 ίσος
[исос] ас. равныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ίσος
-
2 равный
ίσος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > равный
-
3 равный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноίσος, όμοιος•-ые силы ίσες δυνάμεις•
-ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•
быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•
ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•
-ым образом εξ ίσου, όμοια•
на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•
относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•
у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.
-
4 равн'ый
равн|'ыйприл ίσος, ὀμοιος:\равн'ыйые права ἰσα δικαιώματα· \равн'ыйым образом ἐπίσης, ὁμοίως· на \равн'ыйых основаниях μέ ἰσα δικαιώματα· быть \равн'ыйым кому́-л. εἶμαι ίσος μέ κάποιον, ΐσοῦμαι προς· ему́ нет \равн'ыйых радεἶναι ἀπαράμιλλος· относиться как к \равн'ыйому φέρομαι σάν ίσος προς ἰσον. -
5 равный
-
6 равняться
равняться 1) ισοδυναμώ 2) (быть сравнимым) είμαι ίσος* * *1) ισοδυναμώ2) ( быть сравнимым) είμαι ίσος -
7 одинаковый
όμοιος, ίσος, ίδιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одинаковый
-
8 паритетный
ισότιμος, ίσοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паритетный
-
9 одинаковый
одинаков||ыйприл ὀμοιος, ίσος, ἰδιος/ ταυτόσημος (по смыслу):\одинаковыйые взгляды ὀμοια φρονήματα, ὀμοιες ίδέες· они́ \одинаковыйого роста ἔχουν τό ἰδιο ἀνάστημα, ἔχουν τό ίδιο μπόϊ· \одинаковыйым способом μέ τόν ἰδιον τρόπο· в \одинаковыйой мере στον ἰδιο βαθμό. -
10 паритетный
паритетн||ыйприл ἰσότιμος, ίσος:на \паритетныйых началах ἐπί τή βάσει ἰσοτιμίας. -
11 равияться
равия||ться1. (с кем-л.) εἶμαι ίσος, ίσοῦμαι:никто не может с ним \равиятьсяться κανένας δέν μπορεί νά τόν φθάσει· \равиятьсяться силами ἀναμετρώ τίς δυνάμεις (μου)·2. воен. ζυγίζομαι, ζυγώ, ζυ-γοῦμαι:\равиятьсяйсь! ζυγεΐτε!3. (о числах) ἰσοδυναμώ, (έξ)ισοθμαι:шесть и четыре \равиятьсяется десяти ἐξ καί τέσσερα ἰσον δέκα. -
12 уравниваться
уравниватьсянесов θεωροὔμαι ἰσος, ἰσοῦμαι προς, ἐξισοῦμαι, ἐξομοιώνομαι. -
13 равный
[ράβνυϊ] εκ. ίσος -
14 равный
[ράβνυϊ] επ ίσος -
15 зализанный
επ. από μτχ.1. ίσος, ισωμένος, στρωμένος•-ые волосы ίσα μαλλιά.
2. λείος, γυαλιστερός. -
16 изо...
изо... 1πρόθεμα χρησιμοποιείται αντί του «из...» α) μπροστά από «Й» π.χ. изойти; β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: изогнуть, изорвать, γ) μπροστά από σύμφωνο που μετά του υπάρχει «Ь», π.χ. изобью, изолью, изопью.изо... 2πρώτο συνθετικό σύνθετων λέξεων (από το ελληνικό επ. ίσος): изотопы ισότοπα. -
17 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί). -
18 плоский
επ., βρ: -сок, -ска, -ско; площе..1. ομαλός, ίσος, ευθύς, επίπεδος,.ισόπεδος•-ая поверхность ομαλή επιφάνεια•
-ая горная возвышенность οροπέδιο, πλάτωμα.
2. πεπλατυσμένος, πλακουτσός, επίπλατης. || αβαθής, ρηχός, ανοιχτός•-ая тарелка αβαθές πιάτο.
3. άχαρος, ανούσιος, άνοστος• κρύος, ανάλατος, σαχλός•-ая шутка ανάλατο αστείο.
εκφρ.- ая стопа – πλατυποδία. -
19 править
править 1-влю, -вишь, μτχ. ενεστ. правящийρ.δ.1. κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω διαφεντεύω κουμαντάρω.2. οδηγώ χειρίζομαι•править рулм πηδαλιουχώ•
править лошадьми οδηγώ τα άλογα•
править машиной οδηγώ το αυτοκίνητο•
править вожжами κρατώ ταχαλινά, χαλιναγωγώ.
|| παλ. κάνω, εκτελώ.править 2-влю, -вишь ρ.δ.1. διορθώνω•править рукопись διορθώνω το χειρόγραφο•
править ошибки διορθώνω τα λάθη•
править гранки διορθώνω τα δοκίμια.
2. ισάζω, ισώνω, ομαλύνω λειαίνω. || ακονίζω, τροχίζω.1. διορθώνομαι.2. ομαλύνομαι, γίνομαι ίσος λειαίνομαι. -
20 прилизанный
επ. από μτχ.(για κόμη) λείος. || ευπρεπής, κόσμιος. || μτφ. ομαλός,ίσος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ίσος, -η, -ο — και ίσιος, ια, ιο 1. ίδιος στο μέγεθος ή στην αξία με κάποιον άλλο: Ίσοι αριθμοί. – Οι πλευρές του τετραγώνου είναι ίσες μεταξύ τους. – Ίσα πολιτικά δικαιώματα. – Θέτω σε ίση μοίρα. 2. ευθύγραμμος: Ίσια κορμοστασιά. – Ίσιο ξύλο. 3. ομαλός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἴσος — equal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶσος — ἴσος equal masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
Ἶσος — Ἶ̱σος , Ἶσος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσα — ἴσος equal neut nom/voc/acc pl ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσω — ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual ἴσος equal masc/neut gen sg (doric aeolic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἴ̱σω , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσων — ἴσος equal fem gen pl ἴσος equal masc/neut gen pl ἴ̱σων , ἴσος equal fem gen pl (epic) ἴ̱σων , ἴσος equal masc/neut gen pl (epic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσως — ἴσος equal adverbial ἴσος equal masc acc pl (doric) ἴ̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἴ̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) ἴσως equally indeclform (adverb) ἴ̱σως , ἰσόω make equal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσόω make equal… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσαι — ἴσος equal fem nom/voc pl ἴσᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσᾶν — ἴσος equal masc/fem gen pl (doric) ἰ̱σᾶν , ἴσος equal masc/fem gen pl (epic doric) ἰσάζω make equal fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)