-
1 ήσομεν
ἥσομεν, ἵημιJa-c-io: fut ind act 1st pl -
2 ήσομεν
-
3 ἥσομεν
-
4 ἐπαινέω
ἐπαινέω ( ἐπαινέοντι coni.; -έων; -εῖν: fut. - ήσομεν: aor. ἐπαίνεσα; -ήσαις, -ήσαντες; -ῆσαι: pass. ἐπαινεῖσθαι coni.)a praise c. acc./dat.Τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον ἥμερον ἀστος ξένοισι δὲ θεράποντα, γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.2
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι P. 2.67
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189
ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (byz.: αἰνέοντι codd.) P. 5.107εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
c. dat., ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐπαινήσομεν ἐσθλοὺς codd.: ἀδελφεοὺς καὶ ἐπαινήσομεν ἐσλοὺς Ahlwardt: al. al.) P. 10.69 “ τῷ παρεόντι δ' ἐπαινήσαις ἑκὼν ἄλλοτ ἀλλοῖα φρόνει” fr. 43. 4. pass., ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (sc. Ἀρισταγόραν; sic. Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) N. 11.17b approve c. acc.σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν P. 4.168
λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.36
-
5 κελαδέω
κελᾰδέω (κελαδέοντι,- -έοντι; -έων; -εῖν: fut. -ήσω, -ήσομεν: aor. -ησε, -ήσαθ, -ησαν; -ήσετ(ε) subj. coni.; -ῆσαι, -έσαι coni.: med. fut. - ησόμεθα.)a hymn c. acc.κελαδεῖν Κρόνου παῖδ O. 1.9
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ὄτρυνον νῦν ἑταίρους πρῶτον μὲν Ἥραν Παρθενίαν κελαδῆσαι O. 6.88
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.10εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
c. dupl. acc., καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντὰν (cf. P. 11.10: i. e. as a victory blessing. v. ἐπωνύμιος) O. 10.79ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι I. 1.54
b abs.ἀναβάσομαι στόλον ἀμφἀρετᾷ κελαδέων P. 2.63
, cf. P. 2.15c c. cogn. acc., singκόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.14
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.58
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Br. Keil: v. E. Fränkel, K. Z., 1909, 258; Schwyz., 1. 753: κελαδῆσαι codd.: κελαδέμεν Er. Schmid) I. 5.48ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.62
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδ[έον]τι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
κελαδ[ήσαθ ὕμ]νους (supp. Snell e v. l. ap. Σ.) Πα. 7B. 10. ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον ]κελαδησατ[ Θρ. 5a. 3 = b. 7.d of the song itself, κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων resound P. 2.15 ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων celebrating N. 3.66 -
6 φωνή
φων-ή, ἡ,A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An. 420b5
, cf. 29, HA 535a27, PA 664b1); opp. φθόγγος (v.φθόγγος 11
):I mostly of human beings, speech, voice, utterance,φ. ἄρρηκτος Il.2.490
;ἀτειρέα φ. 17.555
; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle- cry of an army,Τρώων καὶ Ἀχαιῶν.. φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400
: pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3;ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20
, D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti. 67b;φ. μαλακή Ar.Nu. 979
(anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq. 218, 638: with Verbs,φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85
, Ar.Nu. 357 (anap.);φ. ἱέναι Hdt.2.2
, 4.23, Pl.Phdr. 259d, etc.;φ. ἥσει E.HF 1295
;προΐεσθαι Aeschin.2.23
;ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12
;διαρθρώσασθαι Pl.Prt. 322a
;ἐντείνασθαι Aeschin.2.157
;φ. ἐπαρεῖ D.19.336
; with his voice, aloud,Il.
3.161, Pi.P.9.29;εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51
;διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.
; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by.., Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg. 474e;σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh. 1306a32
: prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC 138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg. 890d, cf. Euthd. 293a;πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R. 475a
, D.18.195;φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15
(ii B. C.).2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86, 396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521;ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr. 895a4
.3 any articulate sound, opp. inarticulate noise ([etym.] ψόφος), φ. κωκυμάτων S.Ant. 1206
;ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12
:στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po. 1456b22
; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht. 203b, Arist.HA 535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21.4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet.,κερκίδος φ. S.Fr. 595
; (lyr.);αὐλῶν Mnesim.4.56
(anap.); rare in early Prose,ὀργάνων φωναί Pl.R. 397a
; freq. in LXX,ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18
; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7;ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15
.5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43.2 language, hdt.4.114, 117;φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55
;ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag. 1051
;φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch. 563
, cf. E.Or. 1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap. 17d, etc.;τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht. 163b
;κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d
, cf. 409e.III phrase, saying,τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b
;ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b
, cf. 330f, etc.; of formulae,στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U.
, cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59);αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14
, cf. Jul.Or.5.162b, etc.b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.).V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45. -
7 ἐξαμηχανέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμηχανέω
-
8 δορπέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δορπέω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий