Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ήσιμος

См. также в других словарях:

  • νηστήσιμος — η, ο 1. (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που είναι κατάλληλος να τρώγεται κατά τη διάρκεια νηστείας («έτσι το φαγητό, πάντοτε νηστήσιμο, είναι αγγαρεία», Ζ. Παπαντ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή κατά τη διάρκειά του τηρείται… …   Dictionary of Greek

  • ποθήσιμος — ον, Α ποθητός, αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. ωφελ ήσιμος)] …   Dictionary of Greek

  • ωφελήσιμος — ον, Α ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. βοηθ ήσιμος)] …   Dictionary of Greek

  • νωβελ(λ)ίσιμος — νωβελ(λ)ίσσιμος και νοβελ(λ)ίσσιμος και νοβελ(λ)ήσιμος (ΑΜ) τίτλος μελών αυτοκρατορικής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nobilissimus, υπερθ. τού επιθ. nobilis «ευγενής»] …   Dictionary of Greek

  • σπονδήσιμος — ον, Α αυτός που αρμόζει σε σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή, κατά τα επί θ. σε (ησ)ιμος (πρβλ. θανατ ήσιμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»