-
1 αἰτήσιμος
αἰτ-ήσιμος, ον,A obtained by petition, Ath.Mitt.44.25 (Samos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτήσιμος
-
2 βοηθήσιμος
βοηθ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθήσιμος
-
3 γαμήσιμος
A marriageable, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαμήσιμος
-
4 γεωργήσιμος
γεωργ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργήσιμος
-
5 διαιτήσιμος
δῐαιτ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτήσιμος
-
6 ζητήσιμος
ζητ-ησιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητήσιμος
-
7 θανατήσιμος
θᾰνᾰτ-ήσιμος, v. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήσιμος
-
8 θανατήσιος
θᾰνᾰτ-ήσιος, ον,= θανάσιμος, rejected by Poll.5.132 (cod.C; - ήσιμος cett.), but found in Afric.Cest.14,16,17 (Math.Vett.p.294 Thévenot); cf. θανατήσιον, οὐ θανάσιμον λέγουσιν, Phot.; [full] θανατήριονA (quoting Pl.R.Bk.ii, E.Med.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήσιος
-
9 θρηνήσιμος
A flebilis, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρηνήσιμος
-
10 κολλήσιμος
A glued together, prob. in Gloss.; Subst. - μον, τό, volume of κολλήματα, Stud.Pal.1.28.8 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλήσιμος
-
11 λειτουργήσιμος
λειτουργ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειτουργήσιμος
-
12 λιθοβολήσιμος
λῐθοβολ-ήσιμος, ον,A = λιθοβόλος, Sch.E.Or.50:—also [suff] λῐθοβολ-βόλητος, Hsch. s.v. λευσίμου δίκης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβολήσιμος
-
13 ναυπηγήσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυπηγήσιμος
-
14 νωμήσιμος
νωμ-ήσιμος, ον,A f.l. for λωβήσιμος, Nic.Fr.73.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωμήσιμος
-
15 ξυρήσιμος
ξῠρ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυρήσιμος
-
16 οἰκήσιμος
οἰκ-ήσιμος, ον,A habitable, Plb.3.55.9, Str.1.4.4, al., Arr.An.6.18.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκήσιμος
-
17 παιδοποιήσιμος
παιδοποι-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοποιήσιμος
-
18 παρατηρήσιμος
παρατηρ-ήσιμος, ον,A gloss on ἀποφράδας, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατηρήσιμος
-
19 ποθήσιμος
ποθ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποθήσιμος
-
20 σπονδήσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδήσιμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νηστήσιμος — η, ο 1. (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που είναι κατάλληλος να τρώγεται κατά τη διάρκεια νηστείας («έτσι το φαγητό, πάντοτε νηστήσιμο, είναι αγγαρεία», Ζ. Παπαντ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή κατά τη διάρκειά του τηρείται… … Dictionary of Greek
ποθήσιμος — ον, Α ποθητός, αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. ωφελ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
ωφελήσιμος — ον, Α ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. βοηθ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
νωβελ(λ)ίσιμος — νωβελ(λ)ίσσιμος και νοβελ(λ)ίσσιμος και νοβελ(λ)ήσιμος (ΑΜ) τίτλος μελών αυτοκρατορικής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nobilissimus, υπερθ. τού επιθ. nobilis «ευγενής»] … Dictionary of Greek
σπονδήσιμος — ον, Α αυτός που αρμόζει σε σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή, κατά τα επί θ. σε (ησ)ιμος (πρβλ. θανατ ήσιμος)] … Dictionary of Greek