-
101 пообедать
-
102 правый
I правый Ι 1) δεξιός- с \правыйой стороны από το δεξιό μέρος. από τα δεξιά· \правыйая рука το δεξιό χέρι 2) полит.: \правыйые партии η δεξιά II правый II 1) (справедливый) δίκαιος, σωστός 2): быть \правыйым έχω δίκαιο· вы совершенно \правыйы έχετε απόλυτο δίκαιο правящий ιθύνων \правыйие круги οι ιθύνοντες κύκλοι; \правыйая партия το άρχο ν κόμμα* * *I1) δεξιόςс пра́вой стороны́— από το δεξιό μέρος, από τα δεξιά
пра́вая рука́ — το δεξιό χέρι
2) полит.IIпра́вые па́ртии — η δεξιά
1) ( справедливый) δίκαιος, σωστός2)быть пра́вым — έχω δίκαιο
вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτο δίκαιο
-
103 представление
представление с 1) (понятие) η ιδέα, η αντίληψη· иметь \представление о чём-л. έχω ιδέα για κάτι 2) театр, η παράσταση 3) (документов и т. д.) η παρουσίαση* * *с1) ( понятие) η ιδέα, η αντίληψηиме́ть представле́ние о чём-л. — έχω ιδέα για κάτι
2) театр. η παράσταση3) (документов и т. п.) η παρουσίαση -
104 претендовать
-
105 при
при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω* * *1) κοντά, πλάι, πλησίονпри вхо́де — (κοντά) στην είσοδο
2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιονпри посторо́нних — μπροστά στους ξένους
••не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι
при слу́чае — με την ευκαιρία
-
106 привычка
привычка ж η συνήθεια, το συνήθιο* войти в \привычкау το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να...· приобрести \привычкау συνηθίζω· у меня \привычка έχω συνήθιο· по \привычкае από συνήθεια* * *жη συνήθεια, το συνήθιοвойти́ в привы́чку — το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να…
приобрести́ привы́чку — συνηθίζω
у меня́ привы́чка — έχω συνήθιο
по привы́чке — από συνήθεια
-
107 против
против 1) (напротив) απέναντι, αντίκρυ 2) (навстречу) ενάντια, κόντρα 3) (вопреки) παρά* εναντίον, κατά· \против воли παρά τη θέληση· выступать \против διαφωνώ* иметь что-л. \против έχω κάτι αντίρρηση· за и \против υπέρ και κατά* * *1) ( напротив) απέναντι, αντίκρυ2) ( навстречу) ενάντια, κόντρα3) ( вопреки) παρά; εναντίον, κατάпро́тив во́ли — παρά τη θέληση
выступа́ть про́тив — διαφωνώ
име́ть что́-л. про́тив — έχω κάτι αντίρρηση
за и про́тив — υπέρ και κατά
-
108 располагать
I располагать I (иметь в распоряжении) διαθέτω, έχω; \располагать временем διαθέτω χρόνο II располагать II см. расположить \располагаться см. расположиться* * *I( иметь в распоряжении) διαθέτω, έχωII см. расположитьрасполага́ть вре́менем — διαθέτω χρόνο
-
109 спрос
спрос м η ζήτηση; \спрос и предложение η προσφορά και η ζήτηση; пользоваться \спросом έχω ζήτηση; удовлетворять \спрос ικανοποιώ τη ζήτηση ◇ без \спроса χωρίς άδεια* * *мη ζήτησηспрос и предложе́ние — η προσφορά και η ζήτηση
по́льзоваться спросом — έχω ζήτηση
удовлетворя́ть спрос — ικανοποιώ τη ζήτηση
•• -
110 траур
траур м το πένθος, η λύπη· быть в \трауре έχω πένθος* * *мτο πένθος, η λύπηбыть в тра́уре — έχω πένθος
-
111 успех
успех м η επιτυχία; желаю \успеха σας εύχομαι καλή επιτυχία; делать \успехи προοδεύω; пользоваться \успехом, иметь \успех έχω επιτυχία* * *мη επιτυχίαжела́ю успе́ха — σας εύχομαι καλή επιτυχία
де́лать успе́хи — προοδεύω
по́льзоваться успе́хом, име́ть успе́х — έχω επιτυχία
-
112 факт
факт м το γεγονός; το δεδομένο (данные) не располагать \фактами δεν έχω δεδομένα* * *мτο γεγονός; το δεδομένο ( данные)не располага́ть фактами — δεν έχω δεδομένα
-
113 ценность
ценность ж 1) η αξία; иметь \ценность έχω αξία 2) (ценная вещь) чаще мн. οι αξίες; культурные \ценностьи οι πολιτιστικές αξίες; материальные \ценностьи οι υλικές αξίες* * *ж1) η αξίαиме́ть це́нность — έχω αξία
2) ( ценная вещь) чаще мн. οι αξίεςкульту́рные це́нности — οι πολιτιστικές αξίες
материа́льные це́нности — οι υλικές αξίες
-
114 шанс
шанс м η τύχη, η ελπίδα· иметь \шансы на успех έχω ελπίδες να πετύχω* * *мη τύχη, η ελπίδαиме́ть шансы на успе́х — έχω ελπίδες να πετύχω
-
115 я
я (меня, мне. мной, мною, обо мне) εγώ; я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω; у меня есть (нет)... ( δεν) έχω...· для меня για μένα; дайте мне... δώστε μου...· это мне? είναι για μένα; это принадлежит мне αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ' εμένα; возьмите меня с собой πάρτε με μαζί σας; он мною доволен είναι ευχαριστημένος μαζί μου;. он расскажет вам обо мне θα σας μιλήσει για μένα* * *(меня, мне, мной, мною, обо мне)я рад вас ви́деть — χαίρω που σας βλέπω
у меня́ есть (нет)... — (δεν) έχω…
для меня́ — για μένα
да́йте мне... — δώστε μου…
э́то мне? — είναι για μένα
э́то принадлежи́т мне — αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ'εμένα
возьми́те меня́ с собо́й — πάρτε με μαζί σας
он мно́ю дово́лен — είναι ευχαριστημένος μαζί μου
он расска́жет вам обо мне́ — θα σας μιλήσει για μένα
-
116 верить
вери||тьнесов1. (кому-л., чему-л.) πιστεύω, ἐμπιστεύομαι:\верить на слово δίνω πίστη στά λόγια·2. (в кого-л., во что-либо) πιστεύω, ἔχω ἐμπιστοσύνη[ν], ἔχω πίστη. -
117 вести
вести́несов1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:\вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:\вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:\вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:\вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:\вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση. -
118 влияние
влия||ниес1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος. -
119 востро
востронареч:держать у́хо \востро разг ἔχω τεντωμένο τ' αὐτί μου, ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα, ἐπαγρυπνώ, προσέχω. -
120 вынашивать
вынашиватьнесов1. (ребенка) ἐγκυμονώ, ἔχω στήν κοιλιά·2. перен (про ект, мысль и т. п.) σχεδιάζω, μελετώ ἔχω στό νοῦ μου, κυοφορώ.
См. также в других словарях:
ἔχω — check pres subj act 1st sg ἔχω check pres ind act 1st sg χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — βλ. πίν. 154 (και ως απρόσ. έχει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
έχω — πρτ. είχα 1. κρατώ στα χέρια μου: Μην πλησιάζεις, έχω μαχαίρι. 2. διαθέτω, είμαι κάτοχος, ιδιοκτήτης: Έχω σπίτια. 3. σχετίζομαι, συγγενεύω, συνδέομαι: Έχω αδέρφια. 4. μτφ., αξίζω, κοστίζω: Πόσο έχουν οι ντομάτες; 5. θεωρώ, νομίζω: Τον είχα για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω, ψέγειν δ’οὐ βούλομαι. — См. Чего хвалить не умеешь, того не хули … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
'χω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅχω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχόν — ἔχω check aor part act masc voc sg ἔχω check aor part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχετον — ἔχω check pres imperat act 2nd dual ἔχω check pres ind act 3rd dual ἔχω check pres ind act 2nd dual ἔχω check imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχον — ἔχω check pres part act masc voc sg ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέο — ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔχω check aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) σχάω slit… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)