Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

έχω+τα

  • 21 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 22 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 23 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 24 некого

    некому, некем, не о ком αντων. αρνητική• δεν υπάρχει κανένας δεν είναι κανένας• δεν έχω κανέναν ή ποιόν, σε ποιόν, με ποιόν•

    некого послать на почту δεν έχω ποιόν να στείλω στο ταχυδρομείο•

    мне -у писать δεν έχω σε ποιόν να γράψω (γράμμα)•

    -ем заменить δεν έχω με ποιόν να τον αντικαταστήσω.

    Большой русско-греческий словарь > некого

  • 25 нуждаться

    -йюсь, -аешься
    ρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•

    нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•

    больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•

    он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•

    нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > нуждаться

  • 26 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 27 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 28 приучить

    μαθαίνω, εξοικειώνω, συνηθίζω,

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приучить

  • 29 голова

    голова ж η κεφαλή, το κεφάλι (тж. о скоте) у меня болит \голова μου πονάει το κεφάλι, έχω πονοκέφαλο у меня кружится \головаέχω ζαλάδες
    * * *
    ж
    η κεφαλή, το κεφάλι (тж. о скоте)

    у меня́ боли́т голова́ — μου πονάει το κεφάλι, έχω πονοκέφαλο

    у меня́ кру́жится голова́ — έχω ζαλάδες

    Русско-греческий словарь > голова

  • 30 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 31 выглядеть

    выглядеть
    несов (иметь вид) φαίνομαι, ἔχω ὀψη, ἔχω παρουσιαστικό:
    хорошо́ (плохо) \выглядеть ἔχω καλή (κακή) ὀψη.

    Русско-новогреческий словарь > выглядеть

  • 32 до

    до I
    предлог с род. п.
    1. ὠς, ἐως:
    от Т^ До Киева ἀπ' τή Μόσχα ὡς τό Κί· Ρο с осени до зимы ἀπό τό φθινόπωρο ^Ι°Ζεΐμῶνα· с утра до вечера ἀπό τό πΡωι ὡς -ό βραδυ·
    2. (вплоть до) ἰσαμε, μέχρι[ς]:
    до конца ὡς τό τέλος, μέχρι τέλους· до берега ίσαμε τό γιαλό· бороться до последней капли кро́ви ἀγωνίζομαι μέχρι (τής) τελευταίας ρανίδος (τοῦ) αίματος· до сих пор а) ίσαμε τώρα (о времени), б) ίσαμε δῶ (о пространстве)· до особого распоряжения μέχρι είδικής διαταγής· дети до 10 лет τά παιδιά κάτω των δέκα ἐτῶν
    3. (прежде, перед) πρίν (ἀπό), πρό:
    до революции πρίν τήν ἐπανάσταση· до нашей эры πρό Χριστού· до войны πρίν τό πόλεμο, πρό τοῦ πολέμου· до обеда πρό τοῦ γεύματος, πρίν ἀπό τό γεύμα· до темноты πριν βραδυάσει, πρίν σκοτεινιάσει· до отъезда πρίν νά φύγω·
    4. (при указании степени чего-л.):
    я до крайности удивлен μένω κατάπληκτος, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι· я до того́ счастлив! εἶμαι τόσο εὐτυχής!· до чего́ он глуп! τί βλάκας πού εἶναι!, πόσο ἀνόητος εἶναι!·
    5. (около) μέχρι, περίπου, ὠς:
    жара до 30° ζέστη μέχρι 30 βαθμούς· в зале до тысячи мест ἡ αίθουσα ἐχει περίπου χίλιες θέσεις· ◊ мне нет дела до этого αὐτό δέν μέ ἀφορα· мне не до шу́ток δέν ἔχω δρεξη γιά ἀστεϊα· мне не до смеху δέν ἔχω δρεξη γιά γέλοια· мне не до вас δέν μπορῶ ν'ἀσχοληθῶ μαζί σας· мне не до того δέν ἔχω καιρό γιά...· что до меня... δσο γιά μένα...· от времени до времени ἀπό καιροῦ είς καιρόν до тех пор пока μέχρις δτου, ὡς πού νά· до того́ как μέχρις δτου, ὡς πού νά· до свидания ἀντίο, είς τό ἐπανιδείν, χαίρετε· до завтра (ές) αὐριον.
    до II
    с нескл. муз. τό ντό.

    Русско-новогреческий словарь > до

  • 33 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 34 некого

    некого
    мест, (некому, некем, не о ком) δέν εἶναι κανείς, δέν ἔχω κανένα:
    \некого винить в этом δέν μπορῶ νά κατηγορήσω κανένα· некому сказать δέν ἔχω σέ ποιόν νά πῶ· некому взяться за это δέν βρίσκεται κανένας νά τό ἀναλάβει· его́ некем заменить δέν ἔχω μέ ποιόν νά τόν ἀντικαταστήσω· не о ком вспомнить δέν εἶναι κανείς πού ν' ἀξίζει νά τόν θυμηθείς.

    Русско-новогреческий словарь > некого

  • 35 некуда

    некуда
    нареч δέν ἔχω ποῦ..., πουθενά (δέν):
    \некуда положить свои́ вещи δέν ἔχω ποῦ νά βάλω τά πράγματα μου· мне \некуда пойти δέν ἔχω πουθενά νά πάω· ◊ дальше \некуда δέν σηκώνει ἀλλο, δέν ἔχει ἀποκοῦ-μπι.

    Русско-новогреческий словарь > некуда

  • 36 нуждаться

    нужд||аться
    несов
    1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:
    \нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·
    2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:
    он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > нуждаться

  • 37 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 38 располагать

    располагать I
    несов
    1. (иметь в своем распоряжении) ἔχω στή διάθεση μου, κατέχω, διαθέτω:
    \располагать деньгами διαθέτω χρήματα· \располагать временем διαθέτω καιρό· \располагать собой εἶμαι ἐλεύθερος· \располагать интересными фактами ἔχω στή διάθεση μου (или κατέχω) ἐνδιαφέροντα στοιχεία· \располагатьйте мной εἶμαι στή διάθεση σας·
    2. (намереваться, предполагать) уст. προτίθεμαι, ἔχω σκοπό, σκοπεύω.
    располагать II
    несов
    1. (в определенном порядке) τοποθετώ, \располагать по порядку τακτοποιώ, ταξινομώ· \располагать отряд в деревне τοποθετώ τό ἀπόσπασμα στό χωριό·
    2. (в чью-л. пользу) διαθέτω εὐνοϊκά:
    \располагать в свою пользу προσελκύω μέ τό μέρος μου· \располагать к себе παρασύρω, προσελκύω.

    Русско-новогреческий словарь > располагать

  • 39 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 40 ум

    ум
    м ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, τό μυαλά/ ἡ εὐφυΐα, ἡ ἐξυπνάδα (сообразительность):
    глубокий \ум ἡ βαθύνοια· острый \ум ὁ ὁξύς νοῦς, ἡ ὀξύνοια· проницательный \ум ὁ διεισδυτικός νοῦς· светлый \ум ἡ φωτεινή διάνοια· живой \ум τό ζωντανό μυαλό· склад \ума ἡ νοοτροπία· человек большого \ума ὁ μεγάλος νοῦς, ἀνθρωπος μέ μεγάλη διάνοια· лу́чшие \умы человечества οἱ μεγαλύτερες διάνοιες τής ἀνθρωπότητας· ◊ взяться за \ум разг συνετίζομαι, συνέρχομαι, γίνομαι λογικός· \ум за разум заходит δέν ξέρω τϊ λεω· жить своим \умо́м ἔχω δική μου γνώμη· быть в здравом \уме́ и твердой памяти ἔχω σώας τάς φρένας· быть не в своем \уме разг δέν εἶμαι στά συγκαλά μου, τά ἔχω χαμένα· у него другое на \уме ἀλλο ἔχει στό μυαλά του· он себе на \уме́ разг αὐτός εἶναι τετραπέρατος· считать в \уме́ λογαριάζω μέ τό νοῦ μου· держать в \уме (не записывая) κρατώ στόν νοῦ· в \уме́ ли ты? εἰσαι στά καλά σου;· сойти с \ума τρελλαίνομαι· это не твоего́ \ума дело разг δέν εἶναι δική σου δουλιά αὐτό· прийти́ на \ум μοῦ ἔρχεται στό νοῦ νά· мне не пришло на \ум δέν μοῦ ἡλθε στό νοῦ· это у меня́ из \ума не идет разг δέν μοῦ βγαίνει ἀπό τό μυαλά· быть без \ума от... ξετρελλαί-νομαι μέ κάτι...· сводить с \ума (ξε)τρελ-λαίνω, ξεμυαλίζω· \ума не приложу́ δέν τό χωρεί ὁ νους μου, δέν μπορώ νά καταλάβω· (он) задним \умом крепок κάνει τόν ἔξυπνο κατόπιν ἐορτής· учить \уму́-ра́зу-му βάζω μυαλά σέ κάποιον что у трезвого на \умέ, то у пья́ного на языке́ по-гов. ἀπό τρελλό καί ἀπό μεθυσμένο μαθαίνεις τήν ἀλήθεια· сколько голов, столько \умо́в погов. δσα μυαλά τόσες γνώμες.

    Русско-новогреческий словарь > ум

См. также в других словарях:

  • ἔχω — check pres subj act 1st sg ἔχω check pres ind act 1st sg χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — βλ. πίν. 154 (και ως απρόσ. έχει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • έχω — πρτ. είχα 1. κρατώ στα χέρια μου: Μην πλησιάζεις, έχω μαχαίρι. 2. διαθέτω, είμαι κάτοχος, ιδιοκτήτης: Έχω σπίτια. 3. σχετίζομαι, συγγενεύω, συνδέομαι: Έχω αδέρφια. 4. μτφ., αξίζω, κοστίζω: Πόσο έχουν οι ντομάτες; 5. θεωρώ, νομίζω: Τον είχα για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω, ψέγειν δ’οὐ βούλομαι. — См. Чего хвалить не умеешь, того не хули …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 'χω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅχω — ἔχω , ἔχω check pres subj act 1st sg ἔχω , ἔχω check pres ind act 1st sg ἔχω , χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχόν — ἔχω check aor part act masc voc sg ἔχω check aor part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχετον — ἔχω check pres imperat act 2nd dual ἔχω check pres ind act 3rd dual ἔχω check pres ind act 2nd dual ἔχω check imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχον — ἔχω check pres part act masc voc sg ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc sg ἔχω check imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔχω check imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέο — ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἔχω check aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔχω check aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) σχάω slit… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»