Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έρχομαι

  • 101 договорить

    -рю, -ришь ρ.σ.μ. κ. αμ. αποτελειώνω το λόγο την ομιλία•

    мне не дали δε με άφησαν ν' αποτελειώσω την ομιλία μου•

    последние слова он с трудом -ил τα τελευταία λόγια αυτός πρόφερε με δυσκολία•! он не -ил своей мысли αυτός δεν αποείπε τη σκέψη του.

    συμφωνώ, συνομολογώ, συνδιαμολογώ, έρχομαι σε συμφωνία• κάνω, κλείνω, συνάπτω συμφωνία.

    Большой русско-греческий словарь > договорить

  • 102 дойти

    дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.
    1. φτάνω, πηγαίνω ως•

    дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•

    танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•

    письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.

    2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•

    весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•

    -шёл слух έφτασε η φήμη.

    || γίνομαι κατανοητός, αισθητός•

    лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.

    3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•

    мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•

    дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•

    любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•

    дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•

    вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...

    4. έρχομαι•

    -дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.

    5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•

    пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.

    || ωριμάζω•

    помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.

    6. κατορθώνω•

    он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.

    εκφρ.
    дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•
    руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,)..

    Большой русско-греческий словарь > дойти

  • 103 доспеть

    -спеет ρ.σ.
    1. ωριμάζω, γίνομαι καλά•

    фрукты ещё не -ли τα φρούτα ακόμα δεν ωρίμασαν καλά.

    2. παλ. • (για καιρό)• έρχομαι.
    (διαλκ.) γίνομαι (για φαγητά).

    Большой русско-греческий словарь > доспеть

  • 104 ездить

    езжу, ездишь, ρ.δ.
    1. βλ. ехать (με τη διαφορά όΐι η κίνηση εδώ επαναλαβαίνεται ή γίνεται αε διάφορες κατευθΰνσεις)
    2. έρχομαι, επισκέπτομαι (με μεταφ. μέσο)•

    он к нам -ит каждый день αυτός έρχεται σε μας κάθε μέρα.

    3. μπορώ να οδηγώ•

    на велосипеде он -ит отлично αυτός πηγαίνει με το ποδήλατο άριστα.

    4. μτφ. κινούμαι, μετατοπίζομαι, ξεφεύγω.
    εκφρ.
    ездить (верхом) на ком – πηγαίνω (ή είμαι) καβάλα (υποτάσσω για τα συμφέροντα μου).

    Большой русско-греческий словарь > ездить

  • 105 жаловать

    -лую, -луешь, ρ.δ.
    1. μ. παλ. βραβεύω. || μτφ. αμοίβω, δωρίζω (για υπηρεσίες κ.τ.τ.)• жаловать кому землю ή кого землею δωρίζω σε κάποιον γη. || προάγω, απονέμω τίτλο ή βαθμό.
    2. αγαπώ, δείχνω ευμένεια ή προσοχή,
    3. παλ. έρχομαι, επισκέπτομαι•

    он редко к нам -ет αυτός αραιά μας επισκέπτεται.

    1. παραπονούμαι, λέγω τα παράπονα μου, τον πόνο μου• πονώ•

    он -ется, что писем не получает αυτός παραπονείται, ότι δεν παίρνει γράμματα•

    врач спросил больного: на что вы -тесь? ο γιατρός ρώτησε τον άρρωστο: τι σας πονά;

    2. μηνύω, καταγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > жаловать

  • 106 заехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.
    1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•

    я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•

    за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.

    || μπαίνω εισέρχομαι•

    заехать во двор μπαίνω στην αυλή.

    2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•

    он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.

    3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•

    заехать за угол στρίβω στη γωνία,

    4. πατσίζω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заехать

  • 107 затащить

    -тащу, -тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ,μ.
    1. σέρνω, σύρω, τραβώ•

    затащить мешок в сарай τραβώ το τσουβάλι στην αποθήκη.

    2. μεταφέρω μακριά•

    собака -ла туфли το σκυλί πήγε τα παπούτσια μακριά.

    3. μτφ. φέρω (με βία ή με παράκληση, πειθώ)•

    затащить к себе приятеля обедать φέρω με παρακάλια το φίλο να φάμε σπίτι μου»

    (απλ.) έρχομαι• πηγαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > затащить

  • 108 заявить

    -явлю
    --явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δηλώνω•

    заявить о своём согласии δηλώνω οτι συμφωνώ.

    ρ.μ. παλ. εμφανίζω, παρουσιάζω, δείχνω. || εκδηλώνω•

    заявить протест διαμαρτύρομαι•

    -о своём желании εκδηλώνω την επιθυμία•

    свой права на что-л. προβάλλω δικαιώματα σε κάτι•

    он -ил мне своё намерение ή о своём намерении αυτός μου εκμυστηρεύτηκε (φανέρωσε)τις διαθέσεις του.

    2. αναφέρω• καταθέτω•

    он -ил в милицию о происшествии αυτός ανάφερε στην αστυνομία για το συμβάν.

    εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заявить

  • 109 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 110 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 111 контакт

    α.
    1. επαφή, άγγιγμα•

    заразиться при -е с больным μολύνομαι με το άγγιγμα του αρρώστου.

    || μτφ.
    επικοινωνία, επαφή•

    вступить в контакт с кем-н. έρχομαι σε επαφή με κάποιον.

    2. ένωση μέρος επαφής•

    -двух проводов επαφή δύο καλωδίων•

    зачистка -ов проводов καθάρισμα των σημείων επαφής των καλωδίων.

    Большой русско-греческий словарь > контакт

  • 112 ласкать

    ρ.δ. μ.
    1. χαϊδεύω, θωπεύω.
    2. μτφ. παλ. ευεργετώ, επικουρώ, έρχομαι αρωγός.
    εκφρ.
    ласкать надеждой – τρέφω με ελπίδες (καθησυχάζω).
    1. χαϊδεύομαι, χαΐδολογιέμαι.
    2. καλοπιάνω.
    3. παρηγοριέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ласкать

  • 113 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 114 наезжать

    ρ.δ.
    βλ. наездить (3, 4 σημ.).
    ρ.δ.
    βλ. наехать (1, 2 σημ.).
    έρχομαι, επισκέπτομαι για λίγο. || παλ. επιτίθεμαι, εφορμώ (για ιππικό).

    Большой русско-греческий словарь > наезжать

  • 115 наехать

    -ду, -едешь ρ.σ.
    1. προσκρούω κατά τη διαδρομή, επιπίπτω, πέφτω πάνω•

    автомобиль -ал на прохожего το αυτοκίνητο πάτησε το διαβάτη•

    наехать на камень προσκρούω στην πέτρα.

    || συναντώ στη διαδρομή.
    2. καταφτάνω•

    -ло много гостей ήρθαν πολλοί μουσαφιρέοι•

    -ла полиция κατέφτασε η αστυνομία.

    3. (απλ.) έρχομαι ξαφνικά, απρόοπτα.

    Большой русско-греческий словарь > наехать

  • 116 накатить

    I.
    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. κυλώ κάτι (πάνω σε επιφάνεια).
    2. βλ. накатиться (1, 2 σημ.).
    3. έρχομαι, καταφθάνω•

    -ло много гостей ήρθαν πολλοί φιλοξενούμενοι.

    4. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (για αισθήματα κ.τ.τ.).
    5. προσκρούω•

    он -ил на столб έπεσε πάνω στο στύλο.

    1. σπάζω, χτυπώ πάνω•

    волна -лась на берег το κύμα έσπασε πάνω στην ακτή.

    2. μτφ. (επι)πίπτω, επέρχομαι, εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    3. βλ. ενεργ. φ. (4 σημ.).
    II.
    -качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. παλ.
    μεθώ κάποιον.
    μεθώ (ο ίδιος).

    Большой русско-греческий словарь > накатить

  • 117 нанести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω (πολύ ή πολλά)•

    нанести подарков φέρω δώρα•

    нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.

    2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•

    ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•

    на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.

    || (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.
    3. προσκρούω παρασυρόμενος.
    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
    5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•

    нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•

    нанести лак βερνικώνω•

    нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.

    6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•

    нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.

    || αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•

    нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.

    7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•

    нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•

    нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•

    нанести вред, урон βλάπτω•

    нанести поражение νικώ.

    || προξενώ, προκαλώ•

    нанести потери προξενώ απώλειες•

    нанести ущерб προξενώ ζημιά.

    8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.
    εκφρ.
    нанести визит – επισκέπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нанести

  • 118 напрашиваться

    ρ.δ.
    1. βλ. напроситься.
    2. μτφ. αναφύομαι, γεννιέμαι, προκύπτω, βγαίνω εμφανίζομαι ξεπηδώ έρχομαι•

    невольно -ется вопрос αυθόρμητα γεννιέται το ερώτημα•

    выводы -ются сами собой τα συμπεράσματα βγαίνουν μόνα τους•

    -ется сравнение φυσιολογικά έρχεται στο νού η σύγκριση.

    Большой русско-греческий словарь > напрашиваться

  • 119 настать

    -анет
    ρ.σ.
    αρχίζω, έρχομαι, φτάνω πλησιάζω•

    -ла весна ήρθε η οιξη•

    настать ла полночь ήρθαν τα μεσάνυχτα•

    -ли праздники έφτασαν οι γιορτές•

    -ло время расстаться έφτασε η ώρα του χωρισμού (να χωριστούμε)настатьет день, когда... θά ρθει η μέρα, που...

    γίνομαι•

    -ла тишина έγινε ησυχία•

    -ла минута молчания έγινε ενός λεπτού σιγή.

    Большой русско-греческий словарь > настать

  • 120 нахлынуть

    -нет
    ρ.σ. χύνομαι, ξεσπώ,τρέχω, εκρέω απότομα, ξαφνικά ξεσπώ•

    -ли сл-зы ξέσπασαν δάκρυα.

    || μτφ. (για σκέψεις,αισθήματα κ.τ.τ.) εμφανίζομαι, έρχομαι αλλεπάλληλα• κατέχομαι, κυριεύομαι•

    -ли воспоминания ήρθαν σωρεία αναμνήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > нахлынуть

См. также в других словарях:

  • έρχομαι — έρχομαι, ήρθα και ήλθα βλ. πίν. 150 (και ως απρόσ. [μου] ρχεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἔρχομαι — ibo pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — ήρθα 1. κινούμαι, πλησιάζω κάποιον ή κάπου: Η βροχή έρχεται στην περιοχή μας. 2. φτάνω, αφικνούμαι: Ήρθε από το ταξίδι αργά το βράδυ. 3. ακολουθώ: Μετάτην αστραπή έρχεται η βροντή. 4. φτάνω σε ύψος: Η φούστα έρχεται ως τα γόνατα. 5. επιστρέφω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔλθετον — ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual (epic) ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual (epic) ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd dual ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθητον — ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρχεσθον — ἔρχομαι ibo pres imperat mp 2nd dual ἔρχομαι ibo pres ind mp 3rd dual ἔρχομαι ibo pres ind mp 2nd dual ἔρχομαι ibo imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐληλύθεεν — ἔρχομαι ibo perf inf act (epic) ἔρχομαι ibo plup ind act 3rd sg (epic ionic) ἔρχομαι ibo plup ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθε — ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd sg ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθετε — ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd pl (epic) ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd pl ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλθω — ἔρχομαι ibo aor subj act 1st sg ἔρχομαι ibo aor subj act 1st sg ἔρχομαι ibo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»