-
61 подбежать
подбежатьсов (к τρέχοντα -?*-'«) προστρέχω, ἔρχομαι ποΧ^5'1σι<-ζω τρεχάτος. ^адвЧ**··*. ϊ (гриб) τόξ γκρίζο -
62 подвигаться
подвига́ть||ся1. (переместиться) μετακινούμαι λίγο:\подвигатьсяся ближе πλησιάζω, ἐρχομαι πιό κοντά·2. (о работе и т. п.) προοδεύω, πάω μπροστά, προκόβω:\подвигатьсяся вперед προχωρώ, κινούμαι προς τά ἐμπρός· \подвигатьсяся по слу́ж-бе προάγομαι, ἀναδεικνύομαι. -
63 подоспеть
подоспетьсов разг προφταίνω ἐγκαιρα, φθάνω (или ἔρχομαι) στήν ὠρα -
64 подплывать
подплыватьнесов, подплыть сов πλησιάζω κολυμπώντας, ἔρχομαι κολυμπώντας (вплавь) / πλησιάζω στή στεριά (на судне, тж. о судне). -
65 получаться
получа||ться1. (по почте) ἔρχομαι, φθάνω, λαμβάνομαι, παίρνομαι·2. (как результат чего-л.) προκύπτω, βγαίνω, δημιουρ-γοῦμαι:\получатьсязтся, что... προκύπτει πώς..., συνάγεται ὅτι...· ничего́ не \получатьсяется δέν γίνεται (или βγαίνει) τίποτε· \получатьсяется недоразумение δημιουργείται παρεξήγηση. -
66 поравняться
поравнятьсясов ἐρχομαι, πλησιάζω δίπλα. -
67 появляться
появ||лятьсянесов ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι:внезапно \появлятьсялиться παρουσιάζομαι ξαφνικά· \появлятьсяляться на поверхности βγαίνω στήν ἐπιφάνεια· ◊ \появлятьсяляться на свет ἐμφανίζομαι, γεννιέμαι, ἔρχομαι στό,φῶς. -
68 приезжать
приез||жа́тьнесов φθάνω (μέ μεταφορικό μέσο), ἀφικνοῦμαι, Ερχομαι. -
69 приобщаться
приобщ||а́ться1. (к чему-л.) παίρνω μέρος, προσχωρώ:\приобщатьсяа́ться к культуре ἔρχομαι σ' ἐπαφή μέ τόν πολιτισμό·2. церк. μεταλαμβάνω, κοινωνώ. -
70 прискакать
прискакатьсов1. (галопом) φθάνω καλπάζοντας, Ερχομαι καλπάζων2. перен Ιίρχομαι (или φθάνω) βιαστικός. -
71 приходиться
приходитьсянесов1. ἐρχομαι:\приходиться впо́ру (об одежде, обуви) ἐρχεται ἀκριβώς· \приходиться по вку́су εἶμαι τοῦ γούστου·2. (совпадать) συμπίπτω, πέφτω:первое число́ приходится на воскресенье ἡ πρώτη τοῦ μηνός πέφτει Κυριακή·3. безл (причитаться):с него́ приходится пятьдесят рублей αὐτός πρέπει νά πληρώσει πενήντα ρούβλια·4. безл (нужно) ἀναγκάζομαι:ему́ приходится уехать ἀναγκάζεται νά ἀναχωρήσει· мне приходится иметь дело с ним ἔχω νά κάνω μ' αὐτόν вечно приходится напоминать тебе πάντα πρέπει νά σοῦ θυμίζουν5. (быть в родстве):он мне приходится двоюродным братом τόν Εχω ἐξάδελφο· ◊ ему ту́го прихо́дится τά βρίσκει μπαστούνια, τά βρίσκει σκοδ-ρα. -
72 противоречить
противоречитьсов и несов1. (возражать) ἀντιλέγω·2. (быть в противоречии) ἐρχομαι σέ ἀντίθεση, εἶμαι ἀντίθετος, ἐναντιώνομαι:\противоречить себе ἀντιφάσκω, πέφτω σέ ἀντιφάσεις· показания свидетелей \противоречитьат друг другу οἱ καταθέσεις τών μαρτύρων περιέχουν ἀντιφάσεις. -
73 свалиться
свалитьсясов1. см. сваливаться Г2. перен (заболеть) разг πέφτω ἄρρω-στος· ◊ \свалиться как снег на голову ἐρχομαι ἀναπάντεχα, -
74 сеичас
сеи́часнареч1. (теперь) τώρα/ αὐτήν τήν στιγμή (в настоящее время)·2. (только что) πρό ὁλίγου:только \сеичас μόλις τώρα·3. (очень скоро) τώρα ἀμέσως, ἀμέσως:он \сеичас придет τώρα ἀμέσως θά ἔρθει· я \сеичас вернусь θά ἐπιστρέψω ἀμέσως, τώρα ἐρχομαι. -
75 склад
склад Iм ἡ ἀποθήκη:дровяной \склад ἡ ξυλαποθήκη· \склад оружия ἡ ἀποθήκη ὀπλων, τό ὅπλοστάσιο[ν]· \склад боеприпасов ἡ ἀποθήκη πυρομαχικών продовольственный \склад ἡ ἀποθήκη τροφίμων заведующий \складом ὁ ἀποθηκάριος.склад IIм1. (характер) ἡ κράση, ἡ ψυχοσύνθεση [-ις]:\склад ума ἡ νοοτροπία· люди особого склада ἀνθρωποι ἰδιαίτερης πάστας· ◊ ни \складу ни ладу разг ἀπό τήν πόλη Ερχομαι καί στήν κορφή κανέλλα -
76 следовать
след||оватьнесов1. (идти следом) ἀκολουθώ, ἔπομαν2. (наступать, происходить после кого-л., чего-л.) διαδέχομαι, ἔρχομαι κατόπιν, ἐπακολουθώ:события \следоватьовали одно за другим τά γεγονότα διαδέχονταν τό ἕνα τό ἀλλο·3. (поступать согласно чему-л.) ἀκολουθώ:\следовать велениям долга ὑπείκω στά κελεύσματα τοῦ καθήκοντος μου· \следовать обычаям τηρώ τά Εθιμα· \следовать примеру ἀκολουθώ τό παράδειγμα·4. (отправляться, ехать) κατευθύνομαι, μεταβαίνω:поезд \следоватьует в Афины τό τραίνο κατευθύνεται στήν 'Αθήνα·6. (быть следствием, вытекать из чего-л.) βγαίνω, προκύπτω, ἔπομαι, συνεπάγομαι:отсюда \следоватьует вывод, (что...) ἀπό δῶ βγαίνει τό συμπέρασμα (ὅτι...), ἐξ αὐτοῦ προκύπτει (δτι...)· что из этого \следоватьует? τί οὐμπέρασμα βγαίνει;, κι ἔπειτα;·6. безл (нужно, должно):\следоватьует πρέπει, δέον Работу \следоватьует закончить τἡν δουλειά πρέπει νά τήν τελειώσεις· тебе не \следоватьует Зтого делать δέν πρέπει νά τό κάνεις αὐτό· этого \следоватьовало ожидать (έπρεπε αὐτό νά τό περιμένουμε·7. безл (причитаться):с него \следоватьует еще пятьсот драхм (αὐτός) πρέπει νά πληρώσει ἀκόμη πεντακόσιες δραχμές· сколько с меня \следоватьует? πόσα χρ(ε)ωστῶ;, πόσα ὁφείλω νά πληρώσω;· ◊ как \следоватьует ὅπως πρέπει, ὅπως ταιριάζει, δεόντως· отругать как \следоватьует τοῦ τά ψέλνω ὅπως πρέπει. -
77 слетать
слетать Iсов1. πετώ, πηγαίνω ἀεροπορικώς, ἔρχομαι πετώντας:\слетать на самолете в Прагу πετώ μέ τό ἀεροπλάνο στήν Πράγα·2. (сбегать за чт-л., за кем-л.) πετιέμαι:\слетать в магази́и πετιέμαι^στό μαγαζί.слет||ать IIнесов1. (прилетать вниз) κατεβαίνω πετώντας·2. (падать) разг πέφτω:бумаги \слетатьают со стола ὁ ἀέρας μοῦ παίρνει τά χαρτιά ἀπό τό τραπέζι·3. (вспархивать, улетать) πετῶ:\слетать с языка μοῦ ξεφεύγει τυχαία μιά λέξη. -
78 столкновение
столкновениес ἡ σύγκρουση [-ις] (тж. перен):вооруженное \столкновение ἡ Ενοπλη σύγκρουση, ἡ ἐνοπλη σύρραξη· \столкновение поездов σύγκρουση τραίνων \столкновение интересов ἡ σύγκρουση συμφερόντων приходить в \столкновение ἔρχομαι σέ σύγκρουση. -
79 тайком
тайкомнареч κρυφά, μυστικά, λαθραία:приходить \тайком Ερχομαι κρυφά· пробираться \тайком εἰσδύω λαθραία Τ -
80 язык
языкм в разн. знач. ἡ γλώσσα; \язык колокола ἡ γλώσσα τής καμπάνας· \язык пламени ἡ φλόγα, ἡ γλώσσα τής φωτιΐϊς· обложенный \язык γλώσσα μέ ἐπίχρισμα· вареный (копченый) \язык ἡ βραστή (ή καπνιστή) γλώσσα· злой \язык ἡ κακιά γλώσσα· острый на \язык ἔχει τσουχτερή γλώσσα· ΗΗοετρέΗΗΐιΐΐ \язык ἡ ξένη γλώσσα· греческий \язык ἡ ἐλληνική γλώσσα· литературный \язык ἡ λογοτεχνική γλώσσα· разговорный \язык ἡ ὁμιλούμενη (γλώσσα)· живой (мертвый) \язык ἡ ζωντανή (ἡ νεκρή) γλώσσα· показать \язык а) (врачу) δείχνω τή γλώσσα, б) (из озорства) βγάζω τή γλώσσα μου· прикусить \язык прям., перен δαγκάνω τή γλώσσα μου· владеть \языко́м κατέχω μιά γλώσσα· знающий \языкй γλωσσομαθής· ◊ добыть \языка воен. πιάνω γλώσσα, πιάνω αἰχμάλωτο γιά πληροφορίες· высунув \язык μέ τή γλώσσα ἔξω· попридержи́ \язык! разг μάζεψε τή γλώσσα σου!· держать \язык за зубами δέν λέγω πολλά λόγια· тянуть за \язык кого́-л. ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· развязать \язык кому-л. λύνω τή γλώσσα κάποιου· быть несдержанным на \язык δέν μετρώ τά λόγια μου· быть бойким на \язык πάει ἡ γλώσσα μόυ ροδάνι· злые \языки́ говорят οἱ κακές γλώσσες λενε· у него́ отнялся \язык κατάπιε τή γλώσσα του· у него́ \язык без костей εἶναι πολυλογάς· у него длинный \язык δέν κρατἄ τή γλῶσσα του· у него́ \язык хорошо подвешен ἔχει ἀκονισμένη τή γλώσσα του· у него что на уме, то и на \языке τα λεω ὅλα, δέν κρύβω τίποτε· у меня \язык чешется разг μέ τρώει ἡ γλώσσα μου· э́то слово сорвалось у меня с \языка μοῦ ξέφυγε· это слово вертится у меня на \языке τήν ἔχω τή λεξη στό στόμα μου καί δέν μπορώ νά τή βρώ· трепать \языко́м φλυαρώ· найти общий \язык с кем-л. Ερχομαι σέ συνεννόηση μέ κάποιον \язык до Киева доведет ρωτώντας πάει κανείς στήν Πόλη· \язык мой \язык враг мой λανθάνουσα ἡ γλώσσα λέει τήν ἀλήθεια.
См. также в других словарях:
έρχομαι — έρχομαι, ήρθα και ήλθα βλ. πίν. 150 (και ως απρόσ. [μου] ρχεται) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἔρχομαι — ibo pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
έρχομαι — ήρθα 1. κινούμαι, πλησιάζω κάποιον ή κάπου: Η βροχή έρχεται στην περιοχή μας. 2. φτάνω, αφικνούμαι: Ήρθε από το ταξίδι αργά το βράδυ. 3. ακολουθώ: Μετάτην αστραπή έρχεται η βροντή. 4. φτάνω σε ύψος: Η φούστα έρχεται ως τα γόνατα. 5. επιστρέφω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔλθετον — ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual (epic) ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual (epic) ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd dual ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλθητον — ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 3rd dual ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρχεσθον — ἔρχομαι ibo pres imperat mp 2nd dual ἔρχομαι ibo pres ind mp 3rd dual ἔρχομαι ibo pres ind mp 2nd dual ἔρχομαι ibo imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐληλύθεεν — ἔρχομαι ibo perf inf act (epic) ἔρχομαι ibo plup ind act 3rd sg (epic ionic) ἔρχομαι ibo plup ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλθε — ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd sg ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλθετε — ἔρχομαι ibo aor subj act 2nd pl (epic) ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd pl ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλθω — ἔρχομαι ibo aor subj act 1st sg ἔρχομαι ibo aor subj act 1st sg ἔρχομαι ibo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)