-
1 έντονος
[эндонос] εκ. решительный, энергичный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έντονος
-
2 интенсивный
1. (напряжённый, усиленный) εντατικός, έντονος 2. (о цвете) έντονος, χτυπητός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интенсивный
-
3 цвета каления
мет. οι χρωματισμοί οφειλόμενοι σε υψηλές θερμοκρασίεςтемпература θερμοκρασία (°С)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета каления
-
4 боль
боль ж о πόνος, το άλγος острая \боль о έντονος πόνος боли в желудке о στομαχόπονος испытывать \боль αισθάνομαι πόνο* * *жο πόνος, το άλγοςо́страя боль — ο έντονος πόνος
бо́ли в желу́дке — ο στομαχόπονος
испы́тывать боль — αισθάνομαι πόνο
-
5 подчёркнутый
1. (имеющий под собой черту) υπογραμμισμένος 2. (более отчётливый, выразительный) εκδηλωτικός, χαρακτηριστικός, εξαιρετικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подчёркнутый
-
6 резкий
1. (действующий, проявляющийся с большой силой) οξύς, δυνατός, ισχυρός 2. (слишком яркий, чересчур сильный) έντονος 3. (грубо очерченный, чётко обозначенный) αδρός 4. (внезапный и очень значительный) απότομος 5. (порывистый, быстрый) απότομος, σφοδρός 6. (грубый, дерзкий) αυθάδης, θρασύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резкий
-
7 сочный
1. (содержащий много сока) ζουμερός 2. (о красках, рисунке) ζωηρόχρωμος 3. (ο голосе, звуках) ηχηρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сочный
-
8 интенсивный
интенси́вн||ыйприл в разн. знач. ἐντατικός, ἔντονος:\интенсивныйый труд ἡ ἐντατική δουλειά· \интенсивныйая деятельность ἡ Εντονη δράση· \интенсивныйое сельское хозяйство ἡ ἐντατική ἀγροτική καλλιέργεια. -
9 резкий
резк||ийприл1. (острый, пронизывающий) ὁξύς, διαπεραστικός, δριμύς/ δυνατός, σφοδρός (сильный)· \резкий ветер ὁ σφοδρός ἀνεμος· \резкий холод τό δριμύ (или τό διαπεραστικόΜ) κρύο·2. (внезапный, значительный) ἀπότομος:\резкийое повышение температуры ἡ ἀπότομη ἀνοδος τής θερμοκρασίας·3. (неприятно действующий) δριμύς, βαρύς:\резкий запах ἡ βαρειά μυρωδ-ύ· \резкий голос ἡ διαπεραστική φωνή· \резкийие тона (цвета) τά χτυπητά χρώματα·4. (грубо очерченный) ἀδρός, ἐντονος:\резкийие черты липа τά ἐντονα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·5. (прямой, дерзкий) τραχύ.:, δριμύς, ἀπότομος:\резкий отпет ἡ ἀπότομη ἀπάντηση· \резкийие возражения οἱ ἐντονες ἀντιρρήσεις· \резкийая критика ἡ δριμεΤα κριτική· \резкий человек ὁ ἀπότομος ἀνθρο>πος. -
10 сильный
си́льн||ыйприл δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):\сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής. -
11 яркий
ярк||ийприл прям., перен φωτεινός, λαμπρός (тж. перен)/ φανταχτερός, χτυπητός (тж. о цвете):\яркий блеск ἡ ζωηρή λάμψη· \яркий цвет τό χτυπητό χρώμα· \яркийое солнце φωτεινός ήλιος· \яркийое у́тро ἡλιόλουστο πρωινό· \яркийая личность φαεινή προ-σωπικότης· \яркийий талант τό φωτεινό ταλέντο· \яркий пример τό λαμπρό (или χτυπητό) παράδειγμα· \яркийο выраженный Εντονος. -
12 сильнодействующий
[σίλ'νυϊ] εκ. δυνατός, έντονος -
13 абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] εκ. ισχυρός, πολύ δρασηκός
[σίλ'νυϊ] εκ. δυνατός, έντονοςРусско-греческий новый словарь > абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] εκ. ισχυρός, πολύ δρασηκός
-
14 сильный
[σίλ'νυϊ] εκ. δυνατός, έντονος -
15 яркий
[γιάρκιϊ] εκ. φωτεινός, έντονος -
16 сильнодействующий
[σίλ'νυϊ] επ δυνατός, έντονος -
17 абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] επ ισχυρός, πολύ δρασηκός
[σίλ'νυϊ] επ δυνατός, έντονοςРусско-эллинский словарь > абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] επ ισχυρός, πολύ δρασηκός
-
18 сильный
[σίλ'νυϊ] επ δυνατός, έντονος -
19 яркий
[γιάρκιϊ] επ φωτεινός, έντονος -
20 интенсивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. εντατικός, έντονος•интенсивный труд εντατική δουλείιά.
2. (για χρώμα) ζωηρός, χτυπητός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔντονος — sinewy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… … Dictionary of Greek
έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντονώτερον — ἔντονος sinewy masc acc comp sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc comp sg ἔντονος sinewy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… … Dictionary of Greek
ἐντονώτατα — ἔντονος sinewy adverbial superl ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντονώτατον — ἔντονος sinewy masc acc superl sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόνως — ἔντονος sinewy adverbial ἔντονος sinewy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντονον — ἔντονος sinewy masc/fem acc sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστοφοβία — Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση. * * * η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και… … Dictionary of Greek
ἐντονωτάτην — ἔντονος sinewy fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)