Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έντονος

  • 21 лихой

    επ., βρ: лих, -а, -о
    (παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κοκοήθης. || δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος.
    εκφρ.
    -а беда начало ή начать – κάθε αρχή και δύσκολη.
    επ., βρ: лих, -а, -о.
    1. τολμηρός, άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος• θαρραλέος.
    2. γρήγορος, ολοταχύς• ακάθεκτος, ορμητικός, λάβρος, θυμοειδής.
    3. ζωηρός, έντονος.
    4. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος• δεινός, δαιμόνιος.

    Большой русско-греческий словарь > лихой

  • 22 лихорадочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. πυρετικός, του πυρετού, πυρετώδης•

    лихорадочный озноб πυρετός με ρίγος•

    лихорадочный жар φλόγα (ζέση) πυρετού•

    лихорадочный румянец κοκκίνισμα από τον πυρετό•

    -бред παραλήρημα από τον πυρετό•

    лихорадочный пароксизм παροξυσμός πυρετού.

    2. μτφ; υπερβολικός, έντονος, εντατικός•

    -ое движение πυρετώδης κίνηση•

    -ая подготовка πυρετώδης προετοιμασία•

    -ое состояние κατάσταση εκνευρισμού (έξαψης).

    || ταραγμένος, ανήσυχος.

    Большой русско-греческий словарь > лихорадочный

  • 23 надсадный

    επ., βρ: -ден, дна, -дно (απλ.)
    1. έντονος, δυνατός σπασμωδικός.
    2. εξαντλητικός, επίμοχθος, καταθλιπτικός, βαρΰς•

    -ая работа εξαντλητική εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > надсадный

  • 24 неотразимый

    επ., βρ: -зим, -а, -о
    μη δυνάμενος να αποκρουστεί. || ισχυρός, δυνατός, έντονος•

    -ое впечатление ζωηρή εντύπωση.

    Большой русско-греческий словарь > неотразимый

  • 25 обострённый

    επ. από μτχ.
    1. αιχμηρός, μυτερός.
    2. οξύς, έντονος, ισχυρός•

    обострённый слух οξεία ακοή.

    3. οξυμένος εχθρικός•

    -ые отношения οξυμένες σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > обострённый

  • 26 обострить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обостренный, βρ: -рен, -рена, -рею
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) οξύνω, εντείνω•

    зрение οξύνω την όραση.

    || επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκτραχύνω•

    обострить противоречия οξύνω τις αντιθέσεις•

    обострить разногласия οξύνω τις διαφωνίες•

    обострить отношения εκτραχύνω τις σχέσεις.

    1. οξύνομαι, γίνομαι αιχμηρός.
    2. οξύνομαι, γίνομαι πιο ισχυρός, πιο έντονος•

    зр-ние -лось η όραση οξύνθηκε.

    || επιδεινώνομαι, χειροτερεύω εκτραχύνομαι•

    положение -лось до крайности η κατάσταση επιδεινώθηκε στο έπακρο•

    болезнь -лась η αρρώστεια χειροτέρεψε•

    отношения -лись οι σχέσεις οξύνθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > обострить

  • 27 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 28 пламенный

    επ., βρ: -менен, -менна, -менно.
    1. παλ. φλογώδης φλογοβόλος.
    2. μτφ. φλογερός, έντονος• ένθερμος, διακαής γεμάτος πάθος, ενθουσιασμό, έξαρση•

    -ое усердие ένθερμος ζήλος•

    пламенный патриот φλογερός πατριώτης•

    пламенный взгляд φλογερό βλέμμα•

    -ое желание διακαής πόθος•

    -ые стихи φλογεροί στίχοι.

    3. μτφ. θερμός, καυτερός, καυτός.
    4. κόκκινος, ερυθρός κοκκινοπορτοκαλής•

    пламенный закат κόκκινο ηλιοβασίλεμα.

    εκφρ.
    - ая печь – κάμινος φλογοβόλα θολωτή.

    Большой русско-греческий словарь > пламенный

  • 29 подчёркнутый

    επ. από μτχ.
    έντονος, εκδηλωτικός, χαρακτηριστικός, εξαιρετικός, εμφαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > подчёркнутый

  • 30 энергичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. δραστήριος, ενεργητικός•

    энергичный человек δραστήριος άνθρωπος.

    || έντονος•

    энергичный протест έντονη διαμαρτυρία.

    2. δραστικός, αποτελεσματικός•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο.

    Большой русско-греческий словарь > энергичный

  • 31 яркий

    επ., βρ: ярок, ярка, ярко; ярче, ярчайший.
    1. (για φως) δυνατός, φωτερός, λαμπερός•

    -ая лампа φωτερή λάμπα•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    яркий свет λαμπερό φως•

    яркий снег αστραφτερό χιόνι•

    яркий огонь λαμπερή φωτιά•

    -ая звезда λαμπερό άστρο, φανταχτερός, ζωηρός, έντονος, χτυπητός•

    яркий цвет ζωηρόχρωμα.

    2. αίθριος, λαμπρός•

    яркий день λαμπρή μέρα.

    3. παλ. ευκρινής, ισχυρός, ηχηρός (για ήχο).
    4. μτφ. ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακεκριμένος•

    яркий талант λαμπρό ταλέντο.

    5. χτυπητός,•εντυπωσιακός•

    яркий пример χτυπητό παράδειγμα.

    6. πειστικός•

    -ое доказательство πειστική απόδειξη.

    Большой русско-греческий словарь > яркий

См. также в других словарях:

  • ἔντονος — sinewy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… …   Dictionary of Greek

  • έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντονώτερον — ἔντονος sinewy masc acc comp sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc comp sg ἔντονος sinewy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονώτατα — ἔντονος sinewy adverbial superl ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντονώτατον — ἔντονος sinewy masc acc superl sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντόνως — ἔντονος sinewy adverbial ἔντονος sinewy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντονον — ἔντονος sinewy masc/fem acc sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστοφοβία — Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση. * * * η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονωτάτην — ἔντονος sinewy fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»