-
1 έλξη
[-ις (-εως)] η1) таскание, волочение; 2) тяга (действие); перевозка;έλξη δι' ατμού — паровая тяга;
ίππος έλξεως — тягловая (ездовая.) лошадь;
έλξη δ* ίππων — конная тяга;
3) физ. тяготение, притяжение;παγκόσμια έλξη — всемирное тяготение;
έλξη βαρύτητας — сила тяжести;
4) перен. влечение, тяга; притягательная сила, привлекательность;ασκώ έλξη επί., — привлекать, очаровывать, пленять кого-л.;
γυναίκα με μεγάλη έλξη — очень привлекательная женщина;
5) грам, аттракция;6) хим. тенденция к соединению -
2 έλξη
[элкси] ουσ. Θ. притяжение, тяготение, влечение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έλξη
-
3 έλξη
[элкси] ουσ θ притяжение, тяготение, влечение.
См. также в других словарях:
έλξη — η 1. τράβηγμα. 2. (φυσ.), δύναμη που έχει την τάση να φέρει σε επαφή τα φυσικά σώματα μεταξύ τους ή που συγκρατεί σε επαφή τα μόριά τους: Παγκόσμια έλξη. – Μοριακή έλξη. 3. (χημ.) η τάση των στοιχείων να σχηματίζουν ενώσεις μεταξύ τους, η χημική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
ἕλξῃ — ἕλξηι , ἕλξις dragging fem dat sg (epic) ἕλκω sulcus aor subj mid 2nd sg ἕλκω sulcus aor subj act 3rd sg ἕλκω sulcus fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκόσμια έλξη — Bλ. λ. έλξη παγκόσμια … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek