-
1 attirance
έλξη -
2 atrakce
έλξη -
3 přitažlivost
έλξη -
4 půvab
έλξη -
5 atrakcja
έλξη -
6 powab
έλξη -
7 przyciąganie
έλξη -
8 cazibe
έλξη, ελκτικότητα, γοητεία, ελκυστικότητα -
9 перетянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω.2. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.3. (προσ)ελκύω, προσηλυτίζω•перетянуть на свой сторону τραβώ με το μέρος μου.
4. (τυπογρ.) μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, από μια σελίδα σε άλλη.5. παρασφίγγω σφιχτοδένω.6. ξανατεντώνω.7. παρατεντώνω.8. βαρύνω, γέρνω, κλίνω•левая чаша весов -ла ο αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε.
|| υπερτερώ, νικώ στην έλξη.9. μαστιγώνω.1. ζώνομαι σφιχτά.2. τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη. -
10 тяга
-и θ.1. τράβηγμα, έλξη•тяга барж буксиром τράβηγμα των μαούνων με ρυμουλκό•
тяга невода το τράβηγμα των αλιευτικών διχτιών•
конная тяга η έλξη των αλόγων.
2. τάση•тяга ростка к свету η τάση του βλαστού προς το φως.
3. τέντωμα.4. βγάλσιμο, εξαγωγή. || πάρσιμο, τράβηγμα (κλήρου, παιγνιόχαρτου κ.τ.τ.).5. απορρόφηση, άντληση• ρούφηγμα.6. επιθυμία.7. βάρος, βαρύτητα. || μτφ. βάσανο, θλίψη, στενοχώρια, βάρος. -
11 тяготение
-я ουδ.1. έλξη, τράβηγμα•сила -я η δύναμη της έλξης•
закон всемирного -я ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
земное тяготение η έλξη της γης.
2. τάση, κλίση, ροπή•тяготение к музыке κλίση προς τη μουσική.
|| μτφ. κράτος, εξουσία, ισχύς. -
12 оттяжка
1. (действие) το τράβηγμα, η έλξη, το σύρσιμο 2. (снасть, трос) η αντι-ρίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оттяжка
-
13 перетягивание
η έλξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перетягивание
-
14 тяга
1. (соединительный элемент рычажной системы) η ράβδος/ο μοχλός έλ-ξης/ώθησης 2. (в топочных и вентиляционных устройствах) о ελκυσμός 3. (сила, передаваемая движителю) η έλξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяга
-
15 тяготение
1. физ. η βαρύτηταη βα-ρύτηςη έλξη2. (влечение, стремление) η τάση, η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяготение
-
16 притяжение
притяжени||ес ἡ ἔλξη [-ις]:закон \притяжениея ὁ νόμος τής ἔλξεως. -
17 тяга
тягаж1. (в трубе и т. п.) τό τράβηγμα, ὁ ἐλκυσμός:в печи́ хорошая \тяга ἡ θερμάστρα τραβάει καλά·2. (тянущая сила) ἡ ἐλξη [-ις], ἡ ἐλκυση [-ις]:конная \тяга ἡ ἔλξις δι· ἱππων3. перен (влечение) ἡ δἰψα, ἡ ἐπιθυμία/ ἡ κλίση [-ις] (склонность):\тяга к культуре (к образованию) ἡ δἰψα γιά πολιτισμό (γιά τά γράμματα)· \тяга к музыке ἡ κλίση γιά τή μουσική. -
18 attraction
[-ʃən]1) (the act or power of attracting: magnetic attraction.) έλξη2) (something that attracts: The attractions of the hotel include a golf-course.) θλεγητρο, προσόν, `ατραξιόν` -
19 pull
[pul] 1. verb1) (to (try to) move something especially towards oneself usually by using force: He pulled the chair towards the fire; She pulled at the door but couldn't open it; He kept pulling the girls' hair for fun; Help me to pull my boots off; This railway engine can pull twelve carriages.) τραβώ2) ((with at or on) in eg smoking, to suck at: He pulled at his cigarette.) ρουφώ3) (to row: He pulled towards the shore.) κάνω κουπί4) ((of a driver or vehicle) to steer or move in a certain direction: The car pulled in at the garage; I pulled into the side of the road; The train pulled out of the station; The motorbike pulled out to overtake; He pulled off the road.) πηγαίνω,κινούμαι2. noun1) (an act of pulling: I felt a pull at my sleeve; He took a pull at his beer/pipe.) τράβηγμα2) (a pulling or attracting force: magnetic pull; the pull (=attraction) of the sea.) έλξη3) (influence: He thinks he has some pull with the headmaster.) επιρροή•- pull down
- pull a face / faces at
- pull a face / faces
- pull a gun on
- pull off
- pull on
- pull oneself together
- pull through
- pull up
- pull one's weight
- pull someone's leg -
20 sex appeal
(the quality of being attractive to people of the other sex: That actress has sex appeal.) σεξαπίλ,ερωτική έλξη
См. также в других словарях:
έλξη — η 1. τράβηγμα. 2. (φυσ.), δύναμη που έχει την τάση να φέρει σε επαφή τα φυσικά σώματα μεταξύ τους ή που συγκρατεί σε επαφή τα μόριά τους: Παγκόσμια έλξη. – Μοριακή έλξη. 3. (χημ.) η τάση των στοιχείων να σχηματίζουν ενώσεις μεταξύ τους, η χημική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
ἕλξῃ — ἕλξηι , ἕλξις dragging fem dat sg (epic) ἕλκω sulcus aor subj mid 2nd sg ἕλκω sulcus aor subj act 3rd sg ἕλκω sulcus fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκόσμια έλξη — Bλ. λ. έλξη παγκόσμια … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek