-
1 έλεγχος
[элэнхос] ουσ. α проверка, испытание, контроль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έλεγχος
-
2 регулирование
η ρύθμιση, ο διακανονισμόςο έλεγχος, η τακτοποίηση- автоматическое - αυτόματη -дистанциюонное - εξ αποστάσεως, η τηλερύθμιση>ς του φορτίουшибернсюе - ο έλεγχος διά δικλείδος/διαφράγματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулирование
-
3 контроль
контроль м о έλεγχος* на родный \контроль ο λαϊκός έλεγχος* взять под (свой) \контроль αναλα βαίνω τον έλεγχο* * *мο έλεγχοςнаро́дный контро́ль — ο λαϊκός έλεγχος
взять под (свой) контро́ль — αναλα-βαίνω τον έλεγχο
-
4 проверка
проверка ж η εξέταση, η εξακρίβωση· ο έλεγχος (документов)· \проверка паспортов о έλεγχος των διαβατηρίων* * *жη εξέταση, η εξακρίβωση; ο έλεγχος ( документов)прове́рка паспорто́в — ο έλεγχος των διαβατηρίων
-
5 контроль
-я α.έλεγχος• εξέταση•контроль за качеством работы έλεγχος ποιότητας εργασίας•
это не поддаётся -ю αυτό δε μπορεί να ελεγθεί•
контроль над производством έλεγχος στην παραγωγή•
взять под контроль βάζω (παίρνω) υπό τον έλεγχο•
государственный контроль κρατικός έλεγχος.
|| αθρσ. ελεγκτές•выставить!- τοποθετώ ελεγκτές.
-
6 поверка
-и θ.1. έλεγχος•поверка знаний έλεγχος των γνώσεων•
поверка сложения έλεγχος πρόσθεσης.
2. προσκλητήριο με κατάλογο• έλεγχος παρόντων και απόντων•вечрная поверка βραδινό προσκλητήριο.
εκφρ.на -у – πραγματικά, αληθινά, όντως. -
7 проверка
-и θ.έλεγχος, εξακρίβωση• εξέταση•проверка документов έλεγχος των εγγράφων•
-знаний учащихся έλεγχος των γνώσεων των μαθητών•
проверка мотора έλεγχος του κινητήρα.
-
8 осмотр
1. (внимательное исследование) η επιθεώρηση, η εξέταση, ο έλεγχοςвыборочный - επιλεκτική -, δειγματοληπτική -периодический - περιοδική -, τρέχουσα -регулярный - см. периодический -2. мед. η ιατρική εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осмотр
-
9 осмотр
осмотрм ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (музея и т. п.)/ ὁ ἐλεγχος (проверка):\осмотр багажа ὁ ἔλεγχος τῶν ἀποσκευών технический \осмотр ὁ τεχνικός ἐλεγχος· медицинский \осмотр ἡ ἱατρική ἐξέταση. -
10 asymmetrical test
= one-sided test; one-tailed test; single tail testFrench\ \ test asymétrique; test dissymétrique; test unilatéral; test à une queueGerman\ \ asymmetrischer Test; einseitiger TestDutch\ \ eenzijdige toetsItalian\ \ test asimmetrico; test unilateraleSpanish\ \ prueba asimétrica; prueba unilateral; test unilateral; test de una cola; prueba de un solo extremo; prueba a un extremoCatalan\ \ prova asimètrica; prova unilateral; prova en una cua; test asimètric, unilateral, en una cuaPortuguese\ \ teste assimétrico; teste unilateral; teste unicaudalRomanian\ \ testul asimetricăDanish\ \ asymmetrisk test; ensidet test; enkeltsidigt testNorwegian\ \ usymmetrisk test; ensidig testSwedish\ \ asymmetriskt testGreek\ \ μη σμμετρικός έλεγχος; μονόπλευρος έλεγχος; 'ελεγχος μίας ουράςFinnish\ \ yksitahoinen testiHungarian\ \ aszimmetrikus próba; egyoldalú próbaTurkish\ \ simetrik olmayan sınama; simetrisiz test; tek yanlı sınama; tek yanlı test; tek kuyruk sınaması; tek kuyruk testi; tek yanlı sınama; tek yanlı test; tek kuyruk sınaması; tek kuyruk testiEstonian\ \ asümmeetriline test; ühepoolne testLithuanian\ \ asimetrinis kriterijusSlovenian\ \ enostranski test; enostranski preizskusPolish\ \ test niesymetryczny; test jednostronny; test jednowymiarowyRussian\ \ асимметричный тест; односторонний критерийUkrainian\ \ односторонній тестSerbian\ \ -Icelandic\ \ einhliða prófEuskara\ \ alde bakarreko test; ilara bakarreko test; isats bakarreko testFarsi\ \ azmoone namot ghareni; azmoone yekt r fePersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ اختبار غير متماثل ، اختبار من جانب واحد، اختبار احادي الذنبAfrikaans\ \ asimmetriese toets; eenkantige toetsChinese\ \ 不 对 称 检 验; 单 尾 检 验 ; 单 侧 检 验Korean\ \ 단측검정[검증] -
11 Cramér-von Mises test
= Wn² test; omega square testFrench\ \ test de Cramér-Von Mises; test omega² de CramérGerman\ \ Cramér-von-Mises-Test; Omega-Quadrat-Methode; Wn²-Test; omega²-Test; Omega-Quadrat-TestDutch\ \ Cramér-von Mises-toets; toets van Cramér-von Mises; Wn²-toetsItalian\ \ test di Cramér-von Mises; test Wn²; test dell' omega²Spanish\ \ prueba de Cramér-von Mises; pruebas del Wn²; prueba del omega²Catalan\ \ prova de Cramér-von Mises; prova Wn²; prova del omega²; test de Cramér-von Mises, Wn², omega-quadratPortuguese\ \ teste de Cramér-von Mises; teste Wn²Romanian\ \ testul Cramér-von Mises; testul Wn2Danish\ \ Cramér-von Mises test; Wn2-testNorwegian\ \ Cramér-von Mises test; Wn2-testSwedish\ \ Cramér-von Mises test; Wn² test; omega-två- testGreek\ \ έλεγχος Cramér-von Mises; έλεγχος Wn²; ωμέγα τετράγωνο έλεγχοςFinnish\ \ Cramér-von Mises-testi; Cramérin-von Misesin testi; Wn²-testiHungarian\ \ Cramér-von Mises-próba; Wn²-próba; omega-négyzet próbaTurkish\ \ Cramér-von Mises sınaması; Wn²-sınaması; Wn²-testi; omega kare sınaması; omega kare testiEstonian\ \ Cramér-von Misese test; Wn2-test; oomega-ruuttestLithuanian\ \ Cramér ir fon Mises kriterijus; Kramero ir fon Mises kriterijus; Wn² kriterijus; omegos kvadrato požymis; omegos kvadrato kriterijusSlovenian\ \ Cramér-von Misesov test; Cramér-von Misesov preizskusPolish\ \ test Craméra-von Misesa; test Wn²; test omega-kwadratRussian\ \ критерий Крамера-фон Мизеса; тест Wn2; критерий омега квадратUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Cramér-von Mises próf; Wn² prófEuskara\ \ Cramér-von Mises-ren testFarsi\ \ azmoone Cramér-von Mises; azmoone Wn²Persian-Farsi\ \ آماره کرامر-فون ميزس; آزمون توان دوم اومگا; آزمون Wn²Arabic\ \ اختبار كريمر وفان ميسس؛ اختبار مربع اوميكا ؛ اختبار Wn²Afrikaans\ \ Cramér-von Mises-toets; Wn²-toets; omegakwadraat-toetsChinese\ \ 克 莱 姆 ― 冯 米 希 斯 检 验; 个 字 母 ( Ω ) 平 方 检 验Korean\ \ 크래머-폰미제스 검정[검증] -
12 критика
-и θ.1. κριτική•зажим -и πνίξιμο της κριτικής•
подвергать -е κριτικάρω•
строгая критика αυστηρή κριτική.
2. έλεγχος•историческая критика ιστορική κριτική (έλεγχος των ιστορικών γεγονότων)•
критика текста έλεγχος γνησιότητας κειμένου.
3. είδος φιλολογικό•театральная критика κριτική του θεάτρου•
литературная φιλολογική κριτική.
4. αθρσ. οι κριτικοί.5. παλ. κριτικό άρθρο.εκφρ.наводить -у – κάνω κριτική, κριτικάρω•не выдерживает -и – δεν αντέχει στην κριτική•ниже всякой критики – δεν αντέχει σε καμιά κριτική. -
13 качество
(свойство) η ποιότητ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качество
-
14 прозвонка
1. (проверка цепи на обрыв или замыкание) эл. о έλεγχος του ηλεκτρικού κυκλώματος 2. (проверка прохождения сигналов) (тлф.) о έλεγχος προέλευσης των σημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прозвонка
-
15 прозвучивание
(ультразвуковая дефектоскопия) о υπερηχητικός έλεγχος, ο έλεγχος με υπέρηχουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прозвучивание
-
16 прослушивание
1. (восприятие слухом) η ακρόαση 2. (обнаружение источника шума) η έρευνα, ο έλεγχος και η εύρεση της πηγής του θορύβου 3. (дела, музыкального произведения и т.п.) η ακρόαση 4. мед. η εξέταση διά της ακοής (π.χ. με στηθοσκόπιο) 5. (определение по звуку состояния чего-л.) о έλεγχος διά της ακοής (π.χ. της κατάστασης του μηχανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прослушивание
-
17 управление
1. (административное) η διαχείρισηη διεύθυνση, η διοίκησηпередавать - παραδίδω τη -, μεταβιβάζω τη -2. (технической системой, процессом, производством) о έλεγχοςаварийное - το χειριστήριο κινδύνου, ο χειρισμός ανάγκηςбесступенчатое - χωρίς βαθμίδες/κλί-μακεςчисловое - αριθμη-τικός/ψηφιακός -3. (использование рулевого устройства) η πηδαλιού-χηση, η οδήγηση 4. грам. о καθορισμός (της λέξης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управление
-
18 вооружение
вооружение с (действие', оружие) о εξοπλισμός· сокра щение \вооружениеи η μείωση των εξο πλισμών· контроль над \вооружениеем о έλεγχος των εξοπλισμών* * *с(действие; оружие) ο εξοπλισμόςсокраще́ние вооруже́ний — η μείωση των εξοπλισμών
контро́ль над вооруже́нием — ο έλεγχος των εξοπλισμών
-
19 досмотр
досмотр м: таможенный \досмотро τελωνειακός έλεγχος* * *мтамо́женный досмо́тр — ο τελωνειακός έλεγχος
-
20 осмотр
осмотр м η εξέταση, η επιθεώρηση* медицинский \осмотр η ιατρική εξέταση· \осмотр багажа о τελωνειακός έλεγχος* * *мη εξέταση, η επιθεώρησηмедици́нский осмо́тр — η ιατρική εξέταση
осмо́тр багажа́ — ο τελωνειακός έλεγχος
См. также в других словарях:
ἔλεγχος — 1 reproach neut nom/voc/acc sg ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
έλεγχος — ο 1. η έρευνα για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητα κτλ. πράγματος, η εξακρίβωση: Έλεγχος πιστοποιητικών. – Έλεγχος μηχανών. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), κριτική ανάλυση για ανεύρεση των τρωτών σημείων. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως — Contre les hérésies Pour l œuvre d Épiphane de Salamine, voir Panarion. Dénonciation et réfutation de la gnose au nom menteur (en grec ancien : ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), connu sous le nom de Contre les hérésies (en… … Wikipédia en Français
διοικητικός έλεγχος — Οι πράξεις της διοικητικής εξουσίας, εκτός από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπόκεινται και σε ένδικο έλεγχο, που ασκείται από τα δικαστήρια και αφορά τη νομιμότητά τους και την τήρηση των προϋποθέσεων που τις διέπουν. Ο έλεγχος αυτός είναι το… … Dictionary of Greek
ἐλέγχει — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχω disgrace pres ind mp 2nd sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχη — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχους — ἔλεγχος 1 reproach neut gen sg (attic epic doric) ἔλεγχος 2 argument of disproof masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχω — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom/voc/acc dual ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg (doric aeolic) ἐλέγχω disgrace pres subj act 1st sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγχέεσσιν — ἔλεγχος 1 reproach neut dat pl (epic) ἐλεγχής worthy of reproof masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχεα — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)