-
41 дозиметрия
η δοσιμετρία, η ανίχνευση/ο έλεγχος της ακτινοβολίας. - местности - της περιοχής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозиметрия
-
42 документ
1. (деловая бумага) το έγγραφ/οпогрузочные - ы см. грузовые - ы2. (письменное удо-стоведение) το πιστοποιητικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > документ
-
43 досмотр
ο έλεγχοςтаможенный - τελωνειακός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > досмотр
-
44 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
45 звон
1. (звук, издаваемый металлическими предметами при ударе) το κουδούνισμα, о ήχος του κώδωνα 2. (звук, издаваемый стеклянными предметами при ударе) το τσούγκρισμα, ο ήχος των κρυστάλλων/γυαλιών 3. эл. о έλεγχος του ηλεκτρικού κυκλώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звон
-
46 измерение
1. (нахождение численного значения величины посредством сравнения с единицей меры) η μέτρηση 2. (проверка параметров, испытаний и др.) η μέτρησ/η, ο έλεγχος 3. мат. η διάστασ/ηв трёх - ях σε τρείς - εις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измерение
-
47 инспектирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инспектирование
-
48 контролирование
ο έλεγχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контролирование
-
49 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
50 критика
1. (обсуждение, суждение) η κριτική 2 (научная проверка подлинности) о έλεγχος, η κριτική 3. (литературный жанр) η κριτική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > критика
-
51 надзор
η επίβλεψηη εποπτείαο έλεγχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надзор
-
52 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
53 обследование
1. (проверка) η επιθεώρηση, ο έλεγχος 2. (исследование) η έρευνα, η μελέτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обследование
-
54 обстукивание
(с целью контроля качества) о έλεγχος της ποιότητας διά του σφυροκοπή ματος/χτυπή ματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстукивание
-
55 обход
1. (путь вокруг чего-л.) η παράκαμψη 2. (осмотр) о έλεγχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обход
-
56 отладка
η ρύθμιση- программы вчт. - η αποσφαλμάτωση, ο έλεγχος και η απομάκρυνση των σφαλμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отладка
-
57 переучёт
ο (επαν)έλεγχος, η απογραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переучёт
-
58 поверка
тех. η δοκιμή, ο έλεγχος- средств измерения - των μέσων μέτρησης, η περιοδική διαβάθμισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поверка
-
59 проба
1. (испытание, проверка) η δοκιμή, το πείραμα, η δοκιμασία, η εξέταση, ο έλεγχος, η αντίδραση 2. (образец) το δείγμα 3. (количество частейдрагоценного металла, заключающееся вопределённом числе весовых долей сплава, а также клеймо, обозначающее это количество) о βαθμ/ός (των ευγενών μετάλλων)устанавливать - у προσδιορίζω το - ό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проба
-
60 провешивание
(геод.)1. (установление вешек) το πασσάλωμα, η πασσάλωση, η τοποθέτηση πασσάλων 2. (установление вертикальности) ο έλεγχος της κάθετης θέσης μιας επιφάνειας με βαρίδι/αλφάδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провешивание
См. также в других словарях:
ἔλεγχος — 1 reproach neut nom/voc/acc sg ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
έλεγχος — ο 1. η έρευνα για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητα κτλ. πράγματος, η εξακρίβωση: Έλεγχος πιστοποιητικών. – Έλεγχος μηχανών. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), κριτική ανάλυση για ανεύρεση των τρωτών σημείων. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως — Contre les hérésies Pour l œuvre d Épiphane de Salamine, voir Panarion. Dénonciation et réfutation de la gnose au nom menteur (en grec ancien : ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), connu sous le nom de Contre les hérésies (en… … Wikipédia en Français
διοικητικός έλεγχος — Οι πράξεις της διοικητικής εξουσίας, εκτός από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπόκεινται και σε ένδικο έλεγχο, που ασκείται από τα δικαστήρια και αφορά τη νομιμότητά τους και την τήρηση των προϋποθέσεων που τις διέπουν. Ο έλεγχος αυτός είναι το… … Dictionary of Greek
ἐλέγχει — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχω disgrace pres ind mp 2nd sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχη — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχους — ἔλεγχος 1 reproach neut gen sg (attic epic doric) ἔλεγχος 2 argument of disproof masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχω — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom/voc/acc dual ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg (doric aeolic) ἐλέγχω disgrace pres subj act 1st sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγχέεσσιν — ἔλεγχος 1 reproach neut dat pl (epic) ἐλεγχής worthy of reproof masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχεα — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)