-
1 телевизор
телевизор м η τηλεόραση, η συσκευή τηλεόρασης; цветной \телевизор η έγχρωμη τηλεόραση* * *мη τηλεόραση, η συσκευή τηλεόρασηςцветно́й телеви́зор — η έγχρωμη τηλεόραση
-
2 цветной
цветной έγχρωμος, χρωματιστός· \цветной фильм το έγχρωμο φιλμ; \цветнойая фотография η έγχρωμη φωτογραφία; \цветнойые металлы τα έγχρωμα μέταλλα* * *έγχρωμος, χρωματιστόςцветно́й фильм — το έγχρωμο φιλμ
цветна́я фотогра́фия — η έγχρωμη φωτογραφία
цветны́е мета́ллы — τα έγχρωμα μέταλλα
-
3 цветной
επ.1. έγχρωμος• χρωματιστός•-ые камни έγχρωμα πετράδια•
-ые металлы έγχρωμα μέταλλα•
цветной фильм έγχρωμο φιλμ•
-ое телевидение έγχρωμη τηλεόραση.
2. (για φυλές ανθρώπων) ο μη λευκός•-ые народы οι μη λευκοί λαοί.
εκφρ.- ая металлургия – έγχρωμη μεταλλουργία. -
4 голография
η ολογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > голография
-
5 диапозитив
η διαφάνεια, το διαθετικό, το σλάιτ (ξεν.)* стереоскопический - στερεοσκοπική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диапозитив
-
6 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
7 иллюстрация
1. (рисунок, сопровождающий изложение) η εικόν/α, η εικονογράφηση 2. (пример, наглядно поясняющий что-л.) η (παραστατική) επεξήγηση, το παράδειγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иллюстрация
-
8 литьё
1. (процесс) мет. η χύτευσηмашинное (лит.) - μηχανική -2. (изделие) το χυτό αντικείμενοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > литьё
-
9 маркировка
1. (процесс) η σήμανση 2. (обозначение) τα σήματατα μαρκαρίσματα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > маркировка
-
10 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
11 плёнка
1. (тех., фото) η ταινία, το φίλμ (ξεν.)заряжать - у кфт. οπλίζω την -целлофановая - πλαστική - κελλοφάνης/σε-λοφάνης(για σακκούλες κ.λπ.)2. (оболочка, тонкий слой чего-л.) το λεπτό στρώμαобволакивать - ой καλύπτω/επικαλύπτω με -покровная кож. - επικάλυψης3. (тонкая кожица, ткань) о υμένας, ο υμήν 4. бот. το λέπυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плёнка
-
12 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
13 телевидение
η τηλεόρασηчерно-белое - см. монохромное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телевидение
-
14 телевизор
η συσκευή της τηλεόρασης, разг. η τηλεόρασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > телевизор
-
15 фильм
η ταινία, το έργο, το φίλμ (ξεν.)мультипликационный - κινηματογραφική - κινουμένων σχεδίων, разг. τα κινούμενα σχέδιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фильм
-
16 фотоплёнка
η φωτογραφική ταινίαразг. το φίλμкатушечная - см. роликовая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фотоплёнка
-
17 фотосъёмка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фотосъёмка
-
18 хромофотография
η έγχρωμη φωτογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хромофотография
-
19 цемент
η κονία, разг. το τσιμέντοбыстротвердеющий - см. быстросхватывающийся -медленносхватывающий - см. медленно -твердеющий -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цемент
-
20 фильм
фильмм ἡ ταινία, τό φίλμ:звуковой \фильм ἡ ὀμιλοῦσα ταινία· художественный \фильм τό καλλιτεχνικό φίλμ, ἡ καλλιτεχνική ταινία· документальный \фильм τό ντοκουμαν-τέρ· хроникальный \фильм τά κινηματογραφικά χρονικά· мультипликационный \фильм τό μἰκυ-μάους· короткометражный \фильм ἡ ταινία μικροῦ μετράζ· полнометражный \фильм κανονικής διαρκείας· широкоэкранный \фильм τό φίλμ σινεμασκόπ· стереоскопический \фильм ἡ στερεοσκοπική ταινία· цветной \фильм τό ἔγχρωμο φίλμ, ἡ ἔγχρωμη ταινία· снимать \фильм γυρίζω φίλμ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… … Dictionary of Greek
σερπαντίνα — Έγχρωμη, στενή, χάρτινη ταινία τυλιγμένη σε σχήμα κυλίνδρου. Χρησιμοποιείται σε γιορταστικές εκδηλώσεις, κυρίως στα καρναβάλια (περίοδος απόκρεω). Κρατώντας τη μια άκρη της ταινίας τη ρίχνεις και η ταινία ξετυλίγεται στον αέρα. * * * η, Ν 1.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
χρωμοφωτογραφία — η, Ν 1. φωτογράφιση τών αντικειμένων με τα χρώματά τους 2. έγχρωμη φωτογραφική εικόνα, έγχρωμη φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Φύσις] … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek
έγχρωμος — η, ο 1. χρωματισμένος 2. πολύχρωμος 3. «έγχρωμη ταινία, φωτογραφία κ.λπ.» στην οποία αποτυπώνονται όχι μόνο οι μορφές αλλά και τα χρώματα 4. (για άνθρωπο) όποιος δεν ανήκει στη λευκή φυλή … Dictionary of Greek