-
1 неплодородный
-
2 неурожайный
неурожайный άφορος, άκαρπος· \неурожайный год η άφορη χρονιά* * *άφορος, άκαρποςнеурожа́йный год — η άφορη χρονιά
-
3 бесшюдный
бесшюд||ныйприл1. ἄγονος/ ἀφορος (о почве);2. перен ἀκαρπος, ἀνώφελος/μάταιος (тщетный). -
4 голодный
голод||ныйприл1. νηστικός, πεινασμένος:быть \голодныйным εἶμαι νηστικός, εἶμαι πεινασμένος·2. (неурожайный, скудный) ἀφορος, ἄγονος:\голодный край ἡ ἄγονη περιοχή· \голодный годто ἀφορο ἐτος· \голодный паек τό σιτηρέσιο πείνας·3. (вызванный голодом):\голодныйная смерть ὁ θάνατος ἀπ' τήν πείνα, ἡ λιμοκτονία. -
5 неплодородный
неплодородныйприл ἄγονος, ἄφορος, ἄκαρπος. -
6 неурожайный
неурожайныйприл ἀφορος, ἄκαρπος:\неурожайныйный год τό ἀφορο ἐτος. -
7 голодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. πεινασμένος, νηστικός•очень голодный πειναλέος•
-ая собака πεινασμένο σκυλί•
быть -ден είμαι πεινασμένος, πεινώ•
-ая смерть θάνατος από την πείνα•
-ые боли νυγμοί του στομάχου από την πείνα.
2. άφορος, άγονος, άκαρπος•голодный год άκαρπος χρόνος•
голодный край άγονη περιοχή, φτωχότοπος.
3. φτωχικός, πενιχρός, λιτός, γλίσχρος•голодный обед φτωχικό φαγητό•
голодный паек πενιχρό βοήθημα τροφής, βοήθημα πείνας.
-
8 неплодородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноάγονος, -άφορος, άκαρπος στείρος•-ая почва άγονο έδαφος.
-
9 неродимый
επ., βρ: -дим, -а, -о (διαλκ.) άφορος, άγονος, άκαρπος. -
10 неурожайный
επ., βρ: -жаен, -жаина, -жайноάφορος, άγονος, άκαρπος•неурожайный год άφορη χρονιά, έτος σιτοδείας•
-ая земля άγονη γη.
-
11 kısır
1. στείρος, (disi) στέρφος, (toprk) κγονος, άφορος2. φλοιός, φλούδα
См. также в других словарях:
ἄφορος — not bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφορος — η, ο (AM ἄφορος, ον) ο δίχως καρπούς ή βλάστηση αρχ. 1. άγονη, στείρα 2. αυτός που προξενεί ακαρπία 3. αφορολόγητος 4. αφόρητος, ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)] … Dictionary of Greek
άφορος — η, ο άκαρπος, άγονος (αντίθ. εύφορος): Η φετινή χρονιά ήταν άφορη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφορώτατον — ἄφορος not bearing masc acc superl sg ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφορον — ἄφορος not bearing masc/fem acc sg ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορώτερα — ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόροις — ἄφορος not bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόροισι — ἄφορος not bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόρου — ἄφορος not bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόρους — ἄφορος not bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόρων — ἄφορος not bearing masc/fem/neut gen pl ἀ̱φόρων , ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱φόρων , ἀφοράω look away from imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀφοράω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)