-
1 ἄφορος
ἄ-φορος, unfruchtbar; unfruchtbar machend -
2 ἀγγελιη-φόρος
ἀγγελιη-φόρος, Her. 1, 126. 4, 71, für - αφόρος.
См. также в других словарях:
ἄφορος — not bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφορος — η, ο (AM ἄφορος, ον) ο δίχως καρπούς ή βλάστηση αρχ. 1. άγονη, στείρα 2. αυτός που προξενεί ακαρπία 3. αφορολόγητος 4. αφόρητος, ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)] … Dictionary of Greek
άφορος — η, ο άκαρπος, άγονος (αντίθ. εύφορος): Η φετινή χρονιά ήταν άφορη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφορώτατον — ἄφορος not bearing masc acc superl sg ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφορον — ἄφορος not bearing masc/fem acc sg ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορώτερα — ἄφορος not bearing neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόροις — ἄφορος not bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόροισι — ἄφορος not bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόρου — ἄφορος not bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόρους — ἄφορος not bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόρων — ἄφορος not bearing masc/fem/neut gen pl ἀ̱φόρων , ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱φόρων , ἀφοράω look away from imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀφοράω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)