Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-γένητος

См. также в других словарях:

  • γενητός — γενητός, ή, όν (AM) αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση τού Χριστού «δύο κυρίοις… …   Dictionary of Greek

  • γενητός — originated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητά — γενητός originated neut nom/voc/acc pl γενητά̱ , γενητός originated fem nom/voc/acc dual γενητά̱ , γενητός originated fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητῶν — γενητός originated fem gen pl γενητός originated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητόν — γενητός originated masc acc sg γενητός originated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενηταῖς — γενητός originated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενηταί — γενητός originated fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητοῖς — γενητός originated masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητοί — γενητός originated masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητοῦ — γενητός originated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητούς — γενητός originated masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»