Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

άς+μού

  • 81 мысль

    θ.
    1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•

    светлая мысль φωτεινή σκέψη•

    остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•

    предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•

    странная мысль παράξενη σκέψη•

    погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•

    у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•

    у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•

    мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.

    2. ιδέα γνώμη, άποψη•

    мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•

    основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•

    это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•

    у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.

    || υπόνοια, υπόθεση•

    я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.

    εκφρ.
    образ -ей – τρόπος σκέψης•
    иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•
    не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου.

    Большой русско-греческий словарь > мысль

  • 82 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 83 объявить

    -явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•

    объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•

    объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•

    объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.

    || (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•

    объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•

    объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.

    || εκφράζω•

    объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.

    || φανερώνω, δείχνω•

    объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.

    || καταγγέλλω•

    объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.

    || φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•

    объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).

    2. κηρύσσω•

    объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•

    объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.

    || προκηρύσσω•

    объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.

    || διακηρύσσω, διαγορεύω•

    объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.

    1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. παλ. κηρύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > объявить

  • 84 отжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. отжил, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отживший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отжитый, βρ: -жит, -а, -о; ρ.σ.
    1. ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω. || (μετις λ: своё, свой век, своё время) ζω τη ζωή μου, τον καιρό μου, τα χρόνια μου. || μτφ. σβήνω, χάνομαι, εξασθενίζω.
    2. παλαιώνω, τα τρώγω τα ψωμιά μου.
    3. ζω, περνώ, διάγω (ζωή).
    4. παλ. δοκιμάζω, υποφέρω στη ζωή.
    5. (διαλκ.) συνέρχομαι, επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω.

    Большой русско-греческий словарь > отжить

  • 85 плечо

    -а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.
    1. ώμος, πλάτη•

    взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•

    -и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•

    на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).

    2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•

    плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.

    εκφρ.
    за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•
    по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•
    не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•
    с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•
    с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•
    с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•
    плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•
    на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•
    взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•
    вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•
    иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•
    лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα).

    Большой русско-греческий словарь > плечо

  • 86 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 87 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 88 самоопределиться

    -люсь, -лишься
    ρ.σ. καθορίζω μόνος μου (το μέλλον μου, τη ζωή μου, την ύπαρξη μου κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > самоопределиться

  • 89 самостоятельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; αυτοτελής, ανεξάρτητος• αυτεξούσιος•

    -ое государство ανεξάρτητο κράτος•

    самостоятельный вопрос ίδιο (ιδιαίτερο) ζήτημα•

    -ое исследование ανεξάρτητη έρευνα•

    -ая жизнь ανεξάρτητη ζωή.

    || δικός μου, ίδιος•

    -ое сочинение δικό μου έργο•

    -ые суждения δικές μου κρίσεις•

    -ая работа δική μου εργασία (χωρίς βοήθεια άλλου).

    || αυθύπαρκτος.
    εκφρ.
    - ое предложение – (γραμμ.) κύρια ή ανεξάρτητη πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > самостоятельный

  • 90 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 91 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 92 утвердить

    -ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•

    утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•

    утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•

    утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•

    утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.

    2. επιβεβαιώνω.
    3. πείθω, βεβαιώνω.
    4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•

    утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•

    утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•

    утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.

    1. παλ. στερεώνομαι.
    2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.
    επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•

    за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).

    || πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•

    утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•

    утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•

    утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.

    Большой русско-греческий словарь > утвердить

  • 93 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

  • 94 напрячь

    напрячь εντείνω, προσπαθώ" \напрячь (все) силы βάζω ( όλα) τα δυνατά μου \напрячься σφίγγομαι, βάζω τα δυνατά μου
    * * *
    εντείνω, προσπαθώ

    напря́чь (все) си́лы — βάζω (όλα) τα δυνατά μου

    Русско-греческий словарь > напрячь

  • 95 показать

    показать, показывать δείχνω· покажите, пожалуйста! δείξτε μου, παρακαλώ! \показаться 1) см. казаться 1,2· мне показалось, что... μου φάνηκε πως... 2) (возникать) παρουσιάζομαι
    * * *
    = показывать

    покажи́те, пожа́луйста! — δείξτε μου, παρακαλώ!

    Русско-греческий словарь > показать

  • 96 уложить

    уложить 1) τοποθετώ; \уложить в постель βάζω στο κρεβάτι 2) (упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύω; \уложить вещи δένω (или ετοιμάζω) τις αποσκευές* \уложить чемодан ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου 3) (сделать причёску): \уложить волосы χτενίζω τα μαλλιά \уложиться (уложить вещи ) ταχτοποιώ τις βαλίτσες μου
    * * *

    уложи́ть в посте́ль — βάζω στο κρεβάτι

    2) ( упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύω

    уложи́ть ве́щи — δένω ( или ετοιμάζω) τις αποσκευές

    уложи́ть чемода́н — ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου

    уложи́ть во́лосы — χτενίζω τα μαλλιά

    Русско-греческий словарь > уложить

  • 97 биться

    биться
    несов
    1. κτυπιέμαι, χτυπιέμαι, δέρνομαι μέ κάποιον/ μάχομαι, ἀγωνίζομαι, παλεύω (сражаться);
    2. (трепетать) τρέμω, πάλλομαι (о сердце, пульсе)/ χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ (барахтаться):
    рыба бьется τό ψάρι σπαρταρά;
    3. (ломать голову над чем-л.} πολεμώ, βάζω τά δυνατά μου, βασανίζομαι, σπάζω τό κεφάλι μου νά...:
    \биться над разрешением задачи σπάζω τό κεφάλι μου νά λύσω τό πρόβλημα;
    4. (о посуде) σπάζω,, εἶμαι ἐΰθραυστος, θραύομαι, θρυμματίζομαι; -ν; \биться как Рь'ба об лед =ί πνέω τά λοίσθια, ἔχω φθάσει στά ἔσχατα.

    Русско-новогреческий словарь > биться

  • 98 блистать

    блистать
    несов см. блестеть; \блистать красотой λάμπω μέ τήν ὁμορφιά (μου); \блистать умом διακρίνομαι γιά τό πνεύμα (μου); \блистать нарядами ἀστράφτω μέ τίς τουαλέτες μου.

    Русско-новогреческий словарь > блистать

  • 99 видеть

    ви́де||ть
    несов
    1. βλέπω, θωρῶ:
    \видеть мельком παίρνει τό μάτι μου (κάτι)· \видеть издалека βλέπω ἀπό μακρυά· \видеть своими глазами βλέπω μέ τά ίδια μου τά μάτια· \видеть сон βλέπω ὀνειρο, ὁνειρεύομαι· \видеть во сие кого-л. βλέπω στον ὑπνο μου κάποιον· я рад вас \видеть χαίρομαι πού σας βλέπω·
    2. (испытать) δοκιμάζω, περνῶ, ὑφίσταμαι:
    она \видетьла много горя πέρασε πολλές στενοχώριες·
    3. (считать) βλέπω, θεωρῶ, κρίνω:
    не ви́жу в этом необходимости δέν βλέπω τήν ἀνάγκη, δέν τό κρίνω ἀπαραίτητο· ◊ \видеть насквозь кого-л., что́-л. βλέπω καθαρά κάποιον видишь ли вводн. сл. ξέρεις δμως· как видите вводн. сл. ὀπως βλέπετε, ὅπως ἀποδείχνεται.

    Русско-новогреческий словарь > видеть

  • 100 власть

    власт||ь
    ж
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:
    государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον
    2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:
    местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου.

    Русско-новогреческий словарь > власть

См. также в других словарях:

  • μού — μου , ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'μοῦ — ἀ̱μοῦ , ἁμός 1 masc/neut gen sg ἀμοῦ , ἁμοῦ somewhere indeclform (adverb) ἀ̱μοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀμοῦ , ἀμόω hang pres imperat mp 2nd sg ἀμοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐμοῦ , ἐγώ I at least… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'μου — ἄ̱μου , ἀμόω hang imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄμου , ἀμόω hang pres imperat act 2nd sg ἄμου , ἀμόω hang imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μου — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦ — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st sg μής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελόγου μου — (και του λόγου μου), ελόγου σου (του, της, του, μας, σας, τους), αντί των προσωπικών αντων. εγώ, εσύ, αυτός ( ή, ό), εμείς, εσείς, αυτοί ( ές, ά), η αφεντιά μου, σου, του κτλ.: Ελόγου σου, κυρ δάσκαλε, δε θα πιεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μη μου άπτου — Κοινή ονομασία του είδους Mimosa pudica. Βλ. λ. μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή. * * * το 1. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή 2. μτφ. ως επίθ. άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγελική φρ. μὴ μοῦ ἅπτου «μη μέ… …   Dictionary of Greek

  • Ἔτρωγε καὶ τὰ ὀψάριά μου καὶ πτύει καὶ τὰ γένειά μου. — См. Где едят, там и мерзят, у кого живут, того и ругают …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»