-
1 сжаться
-
2 напрячься
σφίγγομαι, βάζω τα δυνατά μου -
3 припадать
припадатьнесов1. (к чему-л., к кому-л.) πέφτω, πίπτω (σέ κάτι, σέ κάποιον), σφίγγομαι:\припадать к чьйм-л. ногам πέφτω στά πόδια κάποιου· \припадать к руке σφίγγομαι πάνω στό χέρί2. (прихрамывать):\припадать на правую (левую) но́гу κουτσαίνω στό δεξί (στ' ἀριστερό) πόδι. -
4 напрячь
напрячь εντείνω, προσπαθώ" \напрячь (все) силы βάζω ( όλα) τα δυνατά μου \напрячься σφίγγομαι, βάζω τα δυνατά μου* * *εντείνω, προσπαθώнапря́чь (все) си́лы — βάζω (όλα) τα δυνατά μου
-
5 сжать
-
6 жаться
жатьсянесов1. στριμώχνομαι, μαζεύομαι, σφίγγομαι:\жаться Друг к другу σφιγγόμαστε ὁ ἔνας κοντά στόν ἄλλο· \жаться от холода μαζεύομαι (или ζαρώνω) ἀπό τό κρύο·2. (скупиться) разг τσιγγουνεύομαι. -
7 затягиваться
затягива||ться1. (туго стягиваться) σφίγγομαι, δένομαι σφιχτά/ мор. τεντώνομαι·2. (покрываться, подергиваться легким слоем) σκεπάζομαι μέ σύννεφα·3. (заживать) ἐπουλώνομαι, κλείνω:рана \затягиватьсяется ἡ πληγή κλείνει·4. (задерживаться) καθυστερώ (άμετ.), παρατραβώ (αμετ.), παρατείνομαι·5. (папиросой, трубкой) ρουφώ, τραβώ, τραβάω ρουφη-ξιά. -
8 захлестнуться
захлестнуть||ся(о петле, веревке) разг σφίγγομαι. -
9 льнуть
льнутьнесов1. (прижиматься к кому-л.) σφίγγομαι, κολλώ (άμετ.)·2. (чувствовать влечение к кому-л.) δείχνω συμπάθεια, δείχνω ἀδυναμία, μέ τραβἄ κάποιος·3. (к кому-л. ради выгоды) κολακεύω, γαλιφίζω, μαλαγανιάζω. -
10 напрягаться
напрягать||сяσφίγγομαι, καταβάλλω προσπάθεια[ν]. -
11 прижиматься
прижимать||сяσφίγγομαι, συμπιέζομαι, συνθλίβομαι. -
12 прильнуть
прильнутьсов σφίγγομαι. -
13 сжиматься
сжимать||ся1. (συ)σφίγγομαι, συμπιέζομαι/ физ. συμπυκνώνομαι, συμπιέζομαι·2. перен (συμ)μαζεύομαι/ κουβαριάζομαι (съеживаться):сердце сжимается от горя ἡ καρδιά μου σφίγγεται ἀπό τόν πόνο· \сжиматьсяся от страха κουβαριάζομαι ἀπό τόν φόβο μου. -
14 стесництьться
стесни́цть||ться1. (сдвинуться) στριμώχνομαι:все \стесництьтьсялись у двери ὅλοι στριμώχθηκαν μπροστά στήν πόρτα·2. (ограничить себя в чем-л.) κάνω οίκονομία σφίγγομαι:накопились долги, пришлось \стесництьтьсяться μαζεύτηκαν πολλά χρέη, χρειάστηκε νά κάνουμε οίκονομία·3. (о дыхании и т. ἡ.) πιάνομαι:у него́ \стесництьтьсялось дыхание πιάστηκε ἡ ἀναπνοή гои. -
15 стягиваться
стягивать||ся1. (затянуться) σφίγγομαι/ σφίγγω τήν ζώνη μου (кушаком и т. п.).2. (о войсках) συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι. -
16 шнуроваться
шнур||ова́тьсяσφίγγομαι μέ κορδόνι. -
17 стягиваться
[στγιάγκιβασα] ρ. σφίγγομαι -
18 стягиваться
[στγιάγκιβασα] ρ σφίγγομαι -
19 вмёрзнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. вмерз, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вмерший, ρ.σ.παγώνω, στερεώνομαι, σφίγγομαι μέσα στον πάγο, κολλώ στον πάγο. -
20 втеснить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втеснённый, βρ: -нён, -нена, -нено παλ. εμβάλλω, εμπιέζω, σφίγγω.στριμώχνομαι, συμπιέζομαι, σφίγγομαι.
См. также в других словарях:
σφίγγομαι — σφίγγομαι, σφίχτηκα, σφιγμένος βλ. πίν. 22 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσφίγγω — (AM ἀποσφίγγω) σφίγγω δυνατά μσν. νεοελλ. 1. πνίγω, στραγγαλίζω 2. ( ομαι) σφίγγομαι συγκεντρώνοντας όλες μου τις δυνάμεις … Dictionary of Greek
διασφηκούμαι — διασφηκοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. γίνομαι σαν σφήκα, σφίγγομαι στη μέση («εἶτα θαυμάζει μ ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον») 2. δένω σφιχτά («θῶρα κυβερνητῆρα διεσφήκωσε χαλινῷ» έδεσε σφιχτά με χαλινάρι το άγριο ζώο, το δεμένο στο αμάξι) … Dictionary of Greek
εναποσφίγγω — ἐναποσφίγγω (AM) 1. ενεργ. σφίγγω με κάτι, συσφίγγω 2. παθ. μτφ. στενοχωρούμαι, πιέζομαι, περιορίζω τον εαυτό μου με κάτι, σφίγγομαι … Dictionary of Greek
προσυφάπτω — Α (συν. το παθ.) προσυφάπτομαι δένομαι, στερεώνομαι κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφάπτομαι «δένομαι, σφίγγομαι»] … Dictionary of Greek
σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τανύζω — τάνυσα 1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω. 2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι. 3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)