-
1 показать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. δείχνω•он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•
показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•
-жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.
|| παρουσιάζω•показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.
|| προβάλλω•-новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.
2. παρασταίνω, απεικονίζω.3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,
4. εμφανίζω, φανερώνω•показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.
|| παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;
αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).5. αποδείχνω, καταδείχνω.6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.
εκφρ.показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).1. βλ. казаться.2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.3. αρέσκομαι, μου αρέσει. -
2 показывать
показыватьнесов1. в разн. знач. δείχνω, δεικνύω, ἐμφανίζω / ἀποδείχνω, ἀποδεικνύω (доказывать):\показывать пальцем δείχνω μέ τό δάκτυλο· \показывать дорогу δείχνω τόν δρόμον· \показывать на деле ἀποδείχνω ἐμπράκτως· \показывать пример δείχνω (δίνω) τό παράδειγμα· термометр показывает 20 градусов выше нуля τό θερμόμετρον δείχνει είκοσι βαθμούς πάνω ἀπό τό (ιηδέν·2. юр. (давать показания) μαρτυρώ, καταθέτω, βεβαιώ· ◊ \показывать кому́-л. на дверь δείχνω τήν πόρτα σέ κάποιον. -
3 указывать
указыватьнесов прям., перен (ὐπο-) δείχνω, ὑποδεικνύω:\указывать пальцем на кого-л. δείχνω κάποιον μέ τό δάχτυλο· \указывать на ошибки (ύπο)δείχνω τά λάθη (τά σφάλματα)· \указывать на недостатки (υπο)δείχνω τίς ἐλλείψεις· \указывать путь δείχνω τόν δρόμο· \указывать срок καθορίζω τήν προθεσμία· ◊ \указывать кому-л. на дверь διώχνω κάποιον. -
4 указать
указать, указывать ( υπο) δείχνω; \указать дорогу δείχνω το δρόμο* * *= указыватьуказа́ть доро́гу — δείχνω το δρόμο
-
5 относиться
относитьсянесов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:\относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·3. мат σχετίζομαι προς. -
6 выказать
кажу, -кажешьρ.σ.μ.δείχνω, επιδείχνω, εκδηλώνω•выказать признаки беспокойства δείχνω σημάδια ανησυχίας•
выказать храбрость δείχνω γενναιότητα.
1. γίνομαι, φανερός, πρόδηλος, φαίνομαι. || αποκαλύπτομαι, εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. προβάλλω, δείχνω τον εαυτό μου, δείχνομαι. -
7 оказать
-ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•оказать мужество δείχνω αντρεία.
2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•оказать влияние επιδρώ•
оказать помощь βοηθώ•
оказать доверие εμπιστεύομαι•
оказать предпочтение προτιμώ•
оказать сопротивление αντιστέκομαι•
оказать услугу εξυπηρετώ•
оказать неуважение δείχνω ασέβεια•
оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•
оказать внимание προσέχω•
оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•
оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•
оказать поддержку υποστηρίζω•
оказать гостеприимство φιλοζενώ•
оказать содействие συμβάλλω.
1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.2. βρίσκομαι, υπάρχω•никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.
|| περιπίπτω, πέφτω•он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•
он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•
оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•
оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.
3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται. -
8 проявить
-влю, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. (επι)δείχνω• εκδηλώνω, φανερώνω•проявить храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία•
проявить героизм δείχνω ηρωισμό•
проявить желание εκδηλώνω επιθυμία.
2. (φωτογρ.) εμφανίζω.εκφρ.проявить себя – δείχνω τον εαυτό μου, φανερώνομαι.1. (επι)δείχνομαι, εκδηλώνομαι• φανερώνομαι.2. φωτογρ.) εμφανίζομαι.3. παλ. παρουσιάζομαι. -
9 представлять
представлятьнесов1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:\представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:\представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον6. театр. παριστάνω, παίζω·7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·8. (быть, являться чем-л.):\представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:\представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου. -
10 предъявлять
предъяв||ля́тьнесов1. (показать) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω, δεικνύω:\предъявлятьлять билет δείχνω τό είσιτήριο· \предъявлятьлить документ δείχνω τήν ταυτότητα, τά χαρτιά·2. (требования и т. ἡ.) προβάλλω:\предъявлятьля́ть права на что́-л. διεκδικώ, προβάλλω ἀξιώσεις· \предъявлятьля́ть требование προβάλλω ἀπαιτήσεις, ἀπαιτώ· \предъявлятьлять обвинение κάνω μήνυση, κατηγορώ, καταγγέλλω· \предъявлятьля́ть иск ἐνάγω, κινώ ἀγωγήν \предъявлятьлять ультиматум ἐπιδίδω τελεσίγραφον. -
11 оскалить
ρ.σ.μ. δείχνω τα δόντια, χάσκω•-зубы δείχνω τα δόντια (ανοίγοντας το στόμα).
εκφρ.оскалить зубы – χασκογελώ.1. δείχνω τα δόντια, χάσκω.2. χασκογελώ. -
12 указать
укажу, укажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. указанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. δείχνω•указать пальцем δακτυλοδεικτώ•
указать кому дорогу в город δείχνω σε κάποιον το δρόμο για την πόλη•
указать кому дверь δείχνω σε κάποιον την πόρτα (να βγει έξω).
2. μτφ. υποδείχνω, λέγω•указать ощибки υποδείχνω τα λάθη•
указать на недостатки λέγω τις ελλείψεις (τα ελαττώματα).
3. κατατοπίζω, ενημερώνω• δίνω οδηγίες.4. διατάζω, δίνω διαταγή, εντολή. -
13 показывать
1. (о приборе) δείχνω, (καταδεικνύω. - условно - σχηματικά 2. (представлять для рассмотрения, показа) δείχνω 3. (разъяснять, делать понятным) εξηγώ 4. (проявлять, обнаруживать) εμφανίζω, φανερώνω 5. (являться свидетельством, доказательством) αποδείχνω, καταδείχνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показывать
-
14 мужество
мужество с η ανδρεία, η παλικαριά* проявить \мужество δείχνω ανδρεία* * *сη ανδρεία, η παλικαριάпрояви́ть му́жество — δείχνω ανδρεία
-
15 показать
показать, показывать δείχνω· покажите, пожалуйста! δείξτε μου, παρακαλώ! \показаться 1) см. казаться 1,2· мне показалось, что... μου φάνηκε πως... 2) (возникать) παρουσιάζομαι* * *= показыватьпокажи́те, пожа́луйста! — δείξτε μου, παρακαλώ!
-
16 предъявить
предъявить, предъявлять 1) (показать) δείχνω, παρουσιάζω* предъявите билеты! παρουσιάστε τα εισιτήρια 2) (требования и т. п.) προβάλλω, διεκδικώ* * *= предъявлять1) ( показать) δείχνω, παρουσιάζωпредъяви́те биле́ты! — παρουσιάστε τα εισιτήρια
2) (требования и т. п.) προβάλλω, διεκδικώ -
17 проявить
проявить, проявлять 1) (выказывать) εκδηλώνω, δείχνω, φανερώνω 2) фото εμφανίζω \проявиться εκδηλώνομαι* * *= проявлять1) ( выказывать) εκδηλώνω, δείχνω, φανερώνω2) фото εμφανίζω -
18 вид
вид Iм1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:\виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.вид IIм1. филос, биол. τό είδος·2. грам. ἡ μορφή:\виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή. -
19 документ
документм τό ἐγγραφο[ν], τό ντοκουμέντο / τό πιστοποιητικό[ν] (удостоверение):\документы (личные) τά πιστοποιητικά, τό δελτίον ταυτότητος· предъявлять \документы δείχνω τά πιστοποιητικά, δείχνω τό δελτίο ταυτότητος· оправдательный \документ τό δικαιολογητικό ἐγγραφο· секретный \документ τό μυστικό ἐγγραφο· исторический \документ τό ιστορικό ντοκουμέντο. -
20 льнуть
льнутьнесов1. (прижиматься к кому-л.) σφίγγομαι, κολλώ (άμετ.)·2. (чувствовать влечение к кому-л.) δείχνω συμπάθεια, δείχνω ἀδυναμία, μέ τραβἄ κάποιος·3. (к кому-л. ради выгоды) κολακεύω, γαλιφίζω, μαλαγανιάζω.
См. также в других словарях:
δείχνω — δείχνω, έδειξα βλ. πίν. 29 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
δείχνω — έδειξα, δείχτηκα 1. παρουσιάζω, φανερώνω, εμφανίζω: Πάντα δείχνουν σε όλους τους επισκέπτες τον κήπο τους. 2. αποδεικνύω, μαρτυρώ, εξηγώ: Τα λόγια του δείχνουν ότι θέλει πραγματικά να πετύχει. 3. δίνω την εντύπωση, φαίνομαι: Ο καιρός δείχνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… … Dictionary of Greek
δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… … Dictionary of Greek
ενδιαφέρω — 1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ ενδιαφέρει τί κάνεις») 2. απρόσ. ενδιαφέρει έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα») 3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε») 4. μέσ. έχω συμφέρον 5. μέσ. μτφ … Dictionary of Greek
εσοπτρίζω — ἐσοπτρίζω (AM) [έσοπτρον] 1. δείχνω σαν μέσα σε καθρέφτη, δείχνω κάτι σε κάποιον όχι στην πραγματική του υπόσταση αλλά υπαινικτικά ή συμβολικά 2. μέσ. ἐσοπτρίζομαι δείχνομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη αρχ. καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον… … Dictionary of Greek