Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άρχισαν

  • 1 заколебать

    -леблю, -леблешь
    ρ.σ. αρχίζω να κουνώ, να κλονίζω, να ταλαντεύω.
    1. κλονίζομαι•

    ветви -лись га κλαδιά άρχισαν να κουνιούνται.

    2. μτφ. αμφιβάλλω•

    судьи за-калебались после речи защитника οι δικαστές άρχισαν να κλονίζονται, ύστερ’ από την ομιλία του συνηγόρου.

    Большой русско-греческий словарь > заколебать

  • 2 забегать

    забе́га||ть I
    сов ἀρχίζω νά τρέχω:
    у него́ глаза \забегатьли τά μάτια του ἄρχισαν νά παίζουν.
    забега́ть II
    несов
    1. (мимоходом) πηγαίνω περαστικός, περνώ ἀπό, πετιέμαι ὠς:
    \забегать κ кому-л. πηγαίνω περαστικός σέ κάποιον \забегать в магазин πετιέμαι ὡς τό μαγαζί·
    2. (далеко) τρέχω μακρυά·
    3. (вперед) προηγούμαι, προπορεύομαι, τρέχω ἐμπρός.

    Русско-новогреческий словарь > забегать

  • 3 заговорить

    заговор||и́ть
    сов
    1. (начать говорить) ἀρχίζω νά (ό)μιλῶ, ἀρχίζω τήν κουβέντα:
    все \заговоритьи́ли сразу ἄρχισαν νά μιλοῦν ὅλοι Ιιαζί·
    2. (утомить разговором) разг «κοτίζω, ζαλίζω μέ τις κουβέντες:
    \заговорить со-(еседника ζαλίζω τό συνομιλητή μου· ◊ ι нем \заговоритьи́ла совесть ξύπνησε τό φιλό-τιμό του.

    Русско-новогреческий словарь > заговорить

  • 4 оттепель

    оттепель
    ж τό λυώσιμο τῶν πάγων:
    наступила \оттепель ἄρχισαν νά λυώνουν τά χιόνια

    Русско-новогреческий словарь > оттепель

  • 5 покидать

    покидать
    несов ἐγκαταλείπω, παρατῶ, ἀφήνω:
    \покидать дом ἐγκαταλείπω τό σπίτι· силы начали \покидать его́ οἱ δυνάμεις του ἀρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν.

    Русско-новогреческий словарь > покидать

  • 6 резаться

    резать||ся
    (о зубах) βγαίνω:
    зубы начали \резатьсяся τά δόντια ἀρχισαν νά βγαίνουν ◊ \резатьсяся в карты разг ρίχνομαι μέ τά μοδτρα στά χαρτιά

    Русско-новогреческий словарь > резаться

  • 7 εγκαταλείπω

    μετ.
    1) покидать, оставлять; бросать;

    εγκαταλείπω τα τέκνα μου (τη γυναίκα μου) — бросать детей (жену);

    εγκαταλείπω στην τύχη — бросать на произвол судьбы;

    εγκαταλείπω τη σκηνή — бросать сце- ну;

    οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν силы начали его покидать;

    εγκαταλείπω κάθε ελπίδα — оставить всякую надежду;

    2) забрасывать, оставлять без ухода (сад и т. п.);
    3) эмигрировать;

    εγκαταλείπω την Ελλάδα — эмигрировать из Греции

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εγκαταλείπω

  • 8 μαυρίζω

    1. μετ.
    1) чернить, делать тёмным; με μαύρισε ο ήλιος я загорел; 2) голосовать против (кого-л.); провалить на выборах, забаллотировать (кого-л.); 3) причинять большое горе; терзать, мучить; μου μαύρισε την ψυχή он меня замучил;

    § μαυρίζ κάποιον στο ξύλο — избивать кого-л. до крови;

    2. αμετ.
    1) чернеть, темнеть, становиться чёрным, тёмным;

    άρχισαν να μαυρίζουν τα δαμάσκηνα — начали чернеть сливы;

    τό ασήμι μαυρίζει — серебро темнеет;

    2) чернеть, темнеть (виднетьсяо чём-л. чёрном, тёмном);

    μακρυά μαυρίζει το δάσος — вдали темнеет лес;

    3) загорать, делаться смуглым;
    μαύρισα στα μπάνια я загорел на пляже; 4) долго мучить- ся, испытывать горе; § μαύρισε το μάτι του у него глаза ввалились, он почернел (от горя и т. п.); μαύρισε η καρδιά μου я хлебнул горя;

    του κοράκου τα παιδιά όσο πάει και μαυρίζουν — погов, чем дальше, тем хуже

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαυρίζω

  • 9 ψύλλος

    ο блоха;

    § μου μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά — или άρχισαν να με τρων οι ψύλλοι — меня охватили подозрения, я почуял что-то неладное;

    ψύλλους στ' άχερα (γυρεύω) — искать иголку в стоге сена;

    οΰτε ψύλλος στον κόρφο του — я его судьбе не завидую;

    καλλιγώνω τον ψύλλο — подковать блоху;

    γιά ψύλλου πήδημα — из-за пустяков

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψύλλος

  • 10 беготня

    θ.
    1. τρεξίματα•

    дети подняли! -ю τα παιδιά άρχισαν τα τρεξίματα.

    2. ασχολίες, φροντίδες, τρεχάματα.

    Большой русско-греческий словарь > беготня

  • 11 вперебой

    επίρ.
    διακόπτοντας ο ένας τον άλλον•

    закричали вперебой άρχισαν να φωνάζουν διακόπτοντας ο ένας τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > вперебой

  • 12 давать

    даю, даешь; προστκ. давай, επίρ. μτχ. давая ρ.δ.
    1. βλ. дать.
    2. προστκ. давай(те) έλα, ελάτε•

    давай бегать έλα να τρέξουμε•

    давайте выпьем ελάτε να πιούμε.

    3. προστκ. давай με σημ. άρχισα•

    они давать его бить, а я давать бежать αυτοί άρχισαν να τον χτυπούν κι εγώ το ‘βαλα στο φευγιό (στα πόδια).

    4. προστκ. давай εμπρός•

    давать отвечай εμπρός απάντα.

    βλ. даться.

    Большой русско-греческий словарь > давать

  • 13 драка

    θ.
    καβγάς, τσακωμός, διαπληκτισμός•

    перепились и затеяли -у έπιαν καλά και άρχισαν τον καυγά•

    лезть в -у παίρνω μέρος στον καβγά.

    || μάχη.

    Большой русско-греческий словарь > драка

  • 14 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 15 заблестеть

    -блещу, -блестишь κ. -блешешь; ρ.σ,
    1. λάμπω, φαίνομαι λαμπρός.
    2. αρχίζω να λάμπω•

    глаза весело -ли τα μάτια άρχισαν να λάμπουν από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > заблестеть

  • 16 закапать

    -аю, -аешь и. παλ. -плю, -плешь;
    ρ.σ.μ.
    1. λερώνω με σταλαματιές.
    2. στάζω, ρίχνω σταγόνες•

    закапать лекарство в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.

    3. αρχίζω να στάζω, να στα-λαματίζω•

    слезы -ли из глаз δάκρυα άρχισαν να στάζουν από τα μάτια•

    дождь -ал άρχισε να βρέχει (να πέφτουν σταλαματιές βροχής).

    λερώνομαι με σταλαματιές.

    Большой русско-греческий словарь > закапать

  • 17 кладка

    θ.
    1. χτίσιμο•

    закончить -у τελειώνω το χτίσιμο•

    каменная кладка λιθοδομή•

    кирпичная кладка πλινθοδομή•

    производить -у стен κάνω τοιχοποιία, τοιχοποιώ.

    2. τοποθέτηση με τη σειρά, ένταξη•

    кладка досок τοποθέτηση σανίδων με τη σειρά.

    3. βλ. кладь (3 σημ.).
    4. γέννηση, εναπόθεση, ωοτοκία•

    у кур началась кладка яйц οι κότες άρχισαν να γεννούν.

    5. (διαλχ.) ευνούχιση.

    Большой русско-греческий словарь > кладка

  • 18 потечь

    ρ.σ. αρχίζω να ρέω, να τρέχω•

    -кли ручьи άρχισαν να τρέχουν τα ρυάκια.

    Большой русско-греческий словарь > потечь

  • 19 разжужжаться

    -жжится
    ρ.σ. αρχίζω να βουίζω, να βομβώ πολύ•

    пчлы -лись οι μέλισσες άρχισαν να βουίζουν πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > разжужжаться

  • 20 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»