-
21 неровный
-
22 ανισώτερον
ἄνισοςunequal: masc acc comp sgἄνισοςunequal: neut nom /voc /acc comp sgἄνισοςunequal: adverbial -
23 ἀνισώτερον
ἄνισοςunequal: masc acc comp sgἄνισοςunequal: neut nom /voc /acc comp sgἄνισοςunequal: adverbial -
24 ανίσω
ἄνισοςunequal: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἄνισοςunequal: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἀ̱νίσω, ἀνισόωequalize: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀνί̱σω, ἀνισόωequalize: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————ἄνισοςunequal: masc /fem /neut dat sg -
25 αισος
-
26 άνισον
-
27 ἄνισον
-
28 ανίσως
ἄνισοςunequal: adverbialἄνισοςunequal: masc /fem acc pl (doric)ἀ̱νίσως, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνί̱σως, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
29 ἀνίσως
ἄνισοςunequal: adverbialἄνισοςunequal: masc /fem acc pl (doric)ἀ̱νίσως, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνί̱σως, ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀνισόωequalize: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
30 неравный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноάνισος•-ые силы άνισες δυνάμεις•
неравный брак αταίριαστος (στην ηλικία) γάμος•
пасть в -ом бой πέφτω σε άνιση μάχη•
-ая борьба άνισος αγώνας.
-
31 ἄ-ϊσος
-
32 неодинаковый
неодинаковыйприл ἀνισος, ἀνόμοιος / διαφορετικός, διάφορος (различный). -
33 неравноправный
неравноправныйприл ἄνισος, ἀνισότιμος. -
34 неравный
нера́вн||ыйприл ἄνισος:\неравныйые силы ὁ£ ἄνισες δυνάμεις· \неравный бой ἡ ἄνιση μάχη· \неравный брак ὁ ἀταίριαστος γάμος. -
35 неровный
неровн||ыйприл1. ἀνώμαλος, ἄνισος / τραχύς (шероховатый):\неровныйая местность τό ἀνώμαλο ἐδαφος·2. перен ἀστατος, ἀσταθής, ἄτακτος, ἀνώμαλος:\неровныйый характер ὁ ἀσταθής χαρακτήρας· \неровныйый пульс ὁ ἀνώμαλος σφυγμός· \неровныйый стиль τό ἄνισο ὕφος. -
36 άνισα
-
37 ἄνισα
-
38 άνισοι
-
39 ἄνισοι
-
40 ανισώτερα
См. также в других словарях:
ἄνισος — unequal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek
άνισος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ίσος: Οι πλευρές του οικοπέδου είναι άνισες. 2. άδικα, άνισα μοιρασμένος: Η κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι άνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνισώτερον — ἄνισος unequal masc acc comp sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp sg ἄνισος unequal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη … Dictionary of Greek
ἀνίσω — ἄνισος unequal masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνισος unequal masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱νίσω , ἀνισόω equalize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σω , ἀνισόω equalize imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσως — ἄνισος unequal adverbial ἄνισος unequal masc/fem acc pl (doric) ἀ̱νίσως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνισον — ἄνισος unequal masc/fem acc sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισώτερα — ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσοιν — ἄνισος unequal masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσοις — ἄνισος unequal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)