-
1 неравный
-
2 inégal
άνισος -
3 nerovnoměrný
άνισος -
4 nestejnoměrný
άνισος -
5 nestejný
άνισος -
6 disparate
άνισος -
7 unequal
άνισος -
8 неровный
-
9 неравный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноάνισος•-ые силы άνισες δυνάμεις•
неравный брак αταίριαστος (στην ηλικία) γάμος•
пасть в -ом бой πέφτω σε άνιση μάχη•
-ая борьба άνισος αγώνας.
-
10 неодинаковый
неодинаковыйприл ἀνισος, ἀνόμοιος / διαφορετικός, διάφορος (различный). -
11 неравноправный
неравноправныйприл ἄνισος, ἀνισότιμος. -
12 неравный
нера́вн||ыйприл ἄνισος:\неравныйые силы ὁ£ ἄνισες δυνάμεις· \неравный бой ἡ ἄνιση μάχη· \неравный брак ὁ ἀταίριαστος γάμος. -
13 неровный
неровн||ыйприл1. ἀνώμαλος, ἄνισος / τραχύς (шероховатый):\неровныйая местность τό ἀνώμαλο ἐδαφος·2. перен ἀστατος, ἀσταθής, ἄτακτος, ἀνώμαλος:\неровныйый характер ὁ ἀσταθής χαρακτήρας· \неровныйый пульс ὁ ἀνώμαλος σφυγμός· \неровныйый стиль τό ἄνισο ὕφος. -
14 patchy
adjective (not all the same; varying in quality: patchy work.) ανομοιόμορφος,άνισος -
15 unbalanced
1) (without the proper amount of attention being given to everything: If we don't hear both sides of the argument, we'll get an unbalanced view of the situation.) άνισος, μεροληπτικός2) (disordered in the mind; not quite sane: The murderer was completely unbalanced.) ανισόρροπος -
16 unequal
(not equal in quantity, quality etc: They got unequal shares of / an unequal share in the money.) άνισος -
17 uneven
1) (not even: The road surface here is very uneven.) ανώμαλος2) ((of work etc) not all of the same quality: His work is very uneven.) ανομοιογενής, άνισος•- unevenly -
18 неодинаковый
επ., βρ: -ков, -а, -оανόμοιος• άνισος• διαφορετικός•-ые условия работы διαφορετικές συνθήκες εργασίας•
-ого роста διαφορετικού αναστήματος ή ύψους.
-
19 неравноправный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно; άνισος, ανισότιμος•неравноправный договор ανισότιμη συμφωνία•
-ое положение ανισότιμη κατάσταση.
-
20 неровный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ανώμαλος, αν ισοπέδωτος.2. άνισος. || μη ευθύς καμπύλος.3. αν ισόμερος• διακοφτός άρρυθμος.4. ανόμοιος, εναλλασσόμενος (για λογοτεχνικό ύφος).5. παλ. βλ. неравный.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄνισος — unequal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… … Dictionary of Greek
άνισος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ίσος: Οι πλευρές του οικοπέδου είναι άνισες. 2. άδικα, άνισα μοιρασμένος: Η κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι άνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνισώτερον — ἄνισος unequal masc acc comp sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp sg ἄνισος unequal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανισογαμία — Άνισος, μοργανατικός γάμος, δηλαδή ο νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άντρα βασιλικής γενιάς και μιας γυναίκας χαμηλότερης τάξης, κατά τον οποίο η σύζυγος και τα παιδιά της δεν κληρονομούν τους τίτλους του συζύγου. (Βιολ.) Όρος που αναφέρεται στη … Dictionary of Greek
ἀνίσω — ἄνισος unequal masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνισος unequal masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱νίσω , ἀνισόω equalize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σω , ἀνισόω equalize imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσως — ἄνισος unequal adverbial ἄνισος unequal masc/fem acc pl (doric) ἀ̱νίσως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνί̱σως , ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνισόω equalize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνισον — ἄνισος unequal masc/fem acc sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνισώτερα — ἄνισος unequal neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσοιν — ἄνισος unequal masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσοις — ἄνισος unequal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)