Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

άνθρωποι

  • 81 Race

    subs.
    Family: P. and V. γένος, τό, Ar. and V. γέννα, ἡ, γενέα, ἡ (Eur., frag.; also Plat. but rare P.), V. γονή, ἡ, σπέρμα, τό. ῥίζα, ἡ, ῥίζωμα, τό, σπορά, ἡ.
    Tribe: P. and V. ἔθνος, τό, φῦλον, τό.
    Gods of the race: P. and V. θεοὶ ὁμόγνιοι (Plat., V. θεοὶ γενέθλιοι, γενέται θεοί.
    Zeus, god of the race: P. and V. Ζεὺς ὁμόγνιος (Plat.).
    Of the same race, adj.: P. and V. ὁμόφυλος.
    The human race: use P. and V. οἱ ἄνθρωποι, Ar. and V. βροτοί, οἱ, θνητοί, οἱ.
    Running: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δρμημα, τό.
    Contest: P. and V. γών, ὁ, μιλλα, ἡ, V. γωνία, ἡ, ἆθλος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Contend with: see under Contend.
    Outstrip: see Outstrip.
    V. intrans. Contend: P. and V. γωνίζεσθαι, μιλλᾶσθαι, V. ἐξαγωνίζεσθαι, ἐξαμιλλᾶσθαι.
    Run: P. and V. τρέχειν; see Run.
    Hasten: P. and V. μιλλᾶσθαι (rare P.), φέρεσθαι; see Hasten.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Race

  • 82 Sickness

    subs.
    Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό, P. ἀσθένεια, ἡ, ἀρρωστία, ἡ, ἀρρώστημα, τό.
    Plague: P. and V. λοιμός, ὁ.
    Suffer from sickness, nausea, v.: Ar. and P. ναυτιᾶν (Plat.).
    Free from sickness, adj.: P. and V. νοσος.
    This being the time of year when men are most liable to sickness: P. τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα (Thuc. 7, 47).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sickness

  • 83 Unclean

    adj.
    Dirty: P. and V. θολερός.
    Squalid: P. and V. αὐχμηρός, Ar. and V. δυσπινής, λουτος, V. πινώδης, αὐχμώδης; see Squalid.
    met., impure: P. and V. ναγνος, νόσιος, P. ἀκάθαρτος.
    Men with unclean hands: P. ἄνθρωποι μὴ καθαροὶ χεῖρας (Antipho. 139, 7; cf. 130, 30).
    Polluted: P. and V. μιαρός, V. μυσαρός; see Polluted.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unclean

  • 84 elalem

    κόσμος, άνθρωποι.

    Türkçe-Yunanca Sözlük > elalem

  • 85 people

    1) άνθρωποι
    2) άνθρωπος
    3) κόσμος

    English-Greek new dictionary > people

См. также в других словарях:

  • ἅνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποί — ἀνθρωπόομαι to have the concept pres subj mp 2nd sg ἀνθρωπόομαι to have the concept pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρωποι — ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωποι. — См. Прах ты и в прах обратишься …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τρωγλοδύτες — Άνθρωποι που ζούσαν την προϊστορική περίοδο, αλλά και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις, σε φυσικά κοιλώματα. Τ. ονόμαζαν και στην αρχαία εποχή λαούς με κατώτερη ανάπτυξη που ζούσαν σε τρώγλες. Ο Ηρόδοτος (Δ 183) αναφέρει τα εξής για τους τ. Αιθίοπες …   Dictionary of Greek

  • 'νθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»