Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

άνθρωποι

  • 21 разный

    разн||ый
    прил διάφορος, διαφορετικός, ἀνόμοιος/ ποικίλος (разнообразный):
    \разныйые сведения οἱ διάφορες ἐΙδήσεις· они \разныйые люди εἶναι διαφορετικοί ἀνθρωποι· \разныйого вида λογής-λογής, παντός είδους, κάθε λογής· в \разныйое время σέ διαφορετικές ὠρες, σέ διαφορετικό χρόνο· под \разныйыми предлогами μέ διάφορες προφάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > разный

  • 22 склад

    склад I
    м ἡ ἀποθήκη:
    дровяной \склад ἡ ξυλαποθήκη· \склад оружия ἡ ἀποθήκη ὀπλων, τό ὅπλοστάσιο[ν]· \склад боеприпасов ἡ ἀποθήκη πυρομαχικών продовольственный \склад ἡ ἀποθήκη τροφίμων заведующий \складом ὁ ἀποθηκάριος.
    склад II
    м
    1. (характер) ἡ κράση, ἡ ψυχοσύνθεση [-ις]:
    \склад ума ἡ νοοτροπία· люди особого склада ἀνθρωποι ἰδιαίτερης πάστας· ◊ ни \складу ни ладу разг ἀπό τήν πόλη Ερχομαι καί στήν κορφή κανέλλα

    Русско-новогреческий словарь > склад

  • 23 сорт

    сорт
    м τό είδος, ἡ λογή/ ἡ ποιότη-τα [-ης] (качество):
    одного́ \сорта τής ἰδιας ποιότητας· бумага двух \сорто́в χαρτί δύο είδῶν, δυό λογιών χαρτί· ткани разных \сорто́в λογής-λογής ὑφάσματα· высший \сорт ἡ ἀνωτέρα (или ἀρίστη) ποιότης· такого \сорта люди разг οἱ τέτοιου είδους ἀνθρωποι.

    Русско-новогреческий словарь > сорт

  • 24 тип

    тип
    м в разн. знач. ὁ τύπος:
    новый \тип автомобили ὁ νέος τύπος αὐτοκινήτου· я не люблю людей этого \типа δέν μ' ἀρέσουν οἱ τέτοιου είδους ἄνθρωποι· женщина с восточным \типом лица μιά γυναίκα μέ ἀνατολίτικα χαρακτηριστικά· что это за \тип? τί τύπος εἶναι αὐτός;· подозрительный \тип ὑποπτος τύπος.

    Русско-новогреческий словарь > тип

  • 25 тысяча

    тысяч||а
    1. числ. колич. (τό) χίλια, ἡ χιλιάδα [-άς]:
    \тысяча девятьсот шестьдесят четвертый год τό ἔτος χίλια ἐννιακόσια ἐξήντα τέσσερα· \тысяча человек χίλιοι ἀνθρωποι· десять тысяч солдат δέκα χιλιάδες στρατιώτες·
    2. ж (множество) χίλια, χιλιάδες:
    \тысяча забот χίλιες φροντίδες· в \тысячау раз лу́чше χίλιες φορές καλλίτερα· в \тысячау раз больше χίλιες φορές μεγαλύτερα.

    Русско-новогреческий словарь > тысяча

  • 26 тысячный

    тысячн||ый
    числ. порядк.
    1. (о части) χιλιοστός:
    \тысячныйая доля τό χιλιοστημόριο[ν], τό χιλιοστό[ν]· в \тысячный раз χίλιες φορές·
    2. (содержащий тысячи):
    \тысячныйая толпа χιλιάδες ἀνθρωποι.

    Русско-новогреческий словарь > тысячный

  • 27 чересчур

    чересчур
    нарек. πάρα πολύ, ὑπερβολικά, ὑπερμέτρως:
    \чересчур тяжелый πάρα πολύ δύσκολος· \чересчур холодный ὑπερβολικά κρύος· \чересчур много а) (о массе) παραπολύ, πάρα πολύ, б) (об отдельных предметах) πάρα πολλές, πάρα πολλά· \чересчур мио́го воды πάρα πολύ νερό· \чересчур много людей πάρα πολλοί ἄνθρωποι· \чересчур мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уже \чересчур αὐτό πιά ξεπερνάει τά δρια

    Русско-новогреческий словарь > чересчур

  • 28 folk

    [fouk] 1. noun plural
    ((especially American folks) people: The folk in this town are very friendly.) άνθρωποι
    2. adjective
    ((of the traditions) of the common people of a country: folk customs; folk dance; folk music.) λαϊκός,δημώδης
    - folklore

    English-Greek dictionary > folk

  • 29 люди

    [Χγιούντι] ουσ. κληθ. ο κόσμος, οι άνθρωποι

    Русско-греческий новый словарь > люди

  • 30 люди

    [Χγιούντι] ουσ πληθ ο κόσμος, οι άνθρωποι

    Русско-эллинский словарь > люди

  • 31 баран

    α.
    1. κριάρι.
    2. αγριοπρόβατο.
    εκφρ.
    как баран на новые ворота – σαν πρόβατο σε άγνωστη είσοδο (δυσκολοπροσανατόλιστος, αδιανόητος)•
    как баран уперся – πεισμάτωσε (καπρι-τσώθηκε) πολύ, γινάτεψε σαν γαϊδούρι•
    стадо -ов – κοπάδι πρόβατα (άβουλοι άνθρωποι, ανοργάνωτο πλήθος).

    Большой русско-греческий словарь > баран

  • 32 великий

    επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.
    1. μέγας, μεγάλος•

    александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•

    -ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•

    ученый μεγάλος επιστήμονας.

    2. πολύ μεγάλος, τρανός•

    великий праздник μεγάλη γιορτή•

    у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.

    3. μεγαλύτερος του δέοντος•

    сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.

    εκφρ.
    от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•
    - ое множество – μεγάλο πλήθος•
    к -ому – προς το μεγάλο•
    к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•
    великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•
    - а важность – μεγάλη σπουδαιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > великий

  • 33 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 34 вздорить

    ρ.δ.
    φιλονικώ, μαλώνω, ερίζω•

    люди -ли из-за мелочей οι άνθρωποι μάλωναν για μικροπράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > вздорить

  • 35 возраст

    α.
    ηλικία•

    дети школьного -а παιδιά σχολικής ηλικίας•

    люди одного -а άνθρωποι συνομήλικοι.

    εκφρ.
    на -е – σε ηλικία, ώριμος (συνήθως για γυναίκες).

    Большой русско-греческий словарь > возраст

  • 36 восьмеро

    αριθ. οχτώ μονάδες ή ζευγάρια•

    восьмеро человек οχτώ άνθρωποι•

    восьмеро ножниц οχτώ ψαλίδια•

    восьмеро глаз οχτώ μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > восьмеро

  • 37 год

    -а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.
    1. χρόνος, χρονιά, έτος•

    новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•

    астрономический год αστρικό έτος•

    текущий год το τρέχον έτος•

    солнечный -ηλιακό έτος•

    хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•

    учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•

    урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•

    круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•

    из -а в год από χρόνο σε χρόνο•

    в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•

    в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•

    который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•

    ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•

    через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•

    с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•

    без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•

    год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•

    на год σ’ ένα χρόνο•

    за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•

    с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.

    2. πλθ. -ы δεκαετία•

    шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•

    люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.

    3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•

    детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•

    -ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•

    старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.

    εκφρ.
    он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•
    не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•
    год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί).

    Большой русско-греческий словарь > год

  • 38 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 39 десять

    -и, οργ. -ью (αριθμ. απόλυτο)
    δέκα (10)•

    десять человек δέκα άνθρωποι.

    Большой русско-греческий словарь > десять

  • 40 дичать

    ρ.δ.
    1. αγριεύω, γίνομαι άγριος, περιέρχομαι σε άγρια κατάσταση•

    вдали от людей кошки -ют μακριά άπο τους ανθρώπους οι γάτες γίνονται άγριες.

    2. γίνομαι, καθίσταμαι ακοινώνητος•

    в этой глуши люди, скоро -ют σ'αυτό το απόκεντρο μέρος οι άνθρωποι γοήγορα χάνουν την κοινωνικότητα.

    αγριεύω, αποφεύγω τους ανθρώπους, αποξενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > дичать

См. также в других словарях:

  • ἅνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποί — ἀνθρωπόομαι to have the concept pres subj mp 2nd sg ἀνθρωπόομαι to have the concept pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρωποι — ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωποι. — См. Прах ты и в прах обратишься …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τρωγλοδύτες — Άνθρωποι που ζούσαν την προϊστορική περίοδο, αλλά και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις, σε φυσικά κοιλώματα. Τ. ονόμαζαν και στην αρχαία εποχή λαούς με κατώτερη ανάπτυξη που ζούσαν σε τρώγλες. Ο Ηρόδοτος (Δ 183) αναφέρει τα εξής για τους τ. Αιθίοπες …   Dictionary of Greek

  • 'νθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»