-
41 звание
-я ουδ.1. τίτλος•звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•
ученное звание επιστημονικός τίτλος•
почтное звание τιμητικός τίτλος•
графское звание ο τίτλος του κόμη•
княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.
|| βαθμός, αξίωμα•воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.
2. παλ. όνομα, ονομασία.3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•мещанское звание μικροαστικό στρώμα•
духовное звание κλήρος, ιερατείο•
низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.
εκφρ.одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς). -
42 злоехидный
επ.δόλιος, ύπουλος, οχιά•κακοποιός•-ые люди δόλιοι άνθρωποι•
задать злоехидный вопрос βάζω ύπουλη ερώτηση.
-
43 иной
επ.1. άλλος•нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•
не кто иной как κανένας άλλος παρά•
не что -ое как τίποτε άλλο παρά•
это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•
-вид άλλη μορφή (όψη)•
-ыми словами με άλλα λόγια.
2. κάποιος, ένας• μερικοί•-ые люди μερικοί άνθρωποι•
-ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•
в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•
иной раз άλλη φορά, κάποτε.
-
44 малый
малый 1επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•-ая медведица η μικρή Αρκτος.
|| λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.
|| άσημος, απλός, αφανής•мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.
|| στενός•-ые сапоги μικρές μπότες.
ουσ. το λίγο•довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.
2. ανήλικος.εκφρ.с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•- ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).малый 2επ.1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•умный ξεφτεράκι.
3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι. -
45 мелочь
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά•всякая мелочь παντοειδή μικροπράγματα.
|| (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. || τα μικρά παιδιά. || μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοινωνικά ή υπηρεσιακά).2. αθρσ. τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα.3. πράγμα ασήμαντο, αναξιόλογο, τιποτένιο. || μικρολεπτομέρεια.εκφρ.α) λιανικώς• продавать по -ам – πουλώ λιανικώς•β) από λίγα, κατά μικρές ποσότητες• покупать по -ам – αγοράζω από λίγα πράγματα•размениваться по -ам ή на -и – ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα. -
46 мелюзга
-и θ. αθρσ. τα μικρά (για έμψυχα). || μικροπράγματα. || μικρά παιδιά παιδαρέλια, μαρίδα. || μτφ. οι κατώτεροι κοινών ικά άνθρωποι. -
47 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
48 мирянин
-а, πλθ. -яне, -ян α., -ка, -и θ.1. λαϊκός, -ή (αντών. του κληρικός).2. αγροτικός, χωριάτικος, μέλος της αγροτικής κοινότητας.3. παλ. πλθ. -не λαός, κόσμος, άνθρωποι. -
49 мощи
-ей πλθ.1. (εκκλσ.) λείψανο αγίου.2. μτφ. κάτισχνος, κοκκαλιάρης, σκελετός.εκφρ.живые ή ходячие мощи – σκελετωμένοι άνθρωποι βλ. και 2 σημ. -
50 национальность
-и θ.1. λαότητα, εθνότητα.2. εθνικότητα•совет -ей Συμβούλιο τωνεθνοτήτων•
люди разных -ей άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων•
русский по -и ίΡώσος την εθνικότητα•
установить национальность εξακριβώνω την εθνικότητα.
3. εθνική αυθύπαρξη ή χαρακτήραςнациональность искусства ο εθνικός χαρακτήρας της Τέχνης. -
51 невинный
επ., βρ: -винен, -винна, -о.1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•-ые люди αθώοι άνθρωποι•
-ая жертва αθώο θύμα•
-ое страдание αναίτιο βάσανο•
он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•
его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.
2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•невинный ребёнок αθώο παιδάκι•
-ое создание αθώο πλάσμα.
|| ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•
невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•
-ые игры αβλαβή παιγνίδια.
3. αγνός•-ая девушка αγνό κορ ίτσι.
-
52 невооружённый
-
53 незнакомый
επ., βρ: -ком, -а, -оάγνωστος• μη γνώριμος•незнакомый почерк άγνωστος γραφικός χαρακτήρας•
-ые места άγνωστα μέρη•
человек άγνωστος άνθρωπος•
вы -ы с нашей жизнью εσείς δε γνωρίζετε τη ζωή μας•
быть -ым είμαι άγνωστος•
я -ом с нею εγώ δε γνωρίζομαι μ αυτήν•
-
54 нелюди
-ей πλθ•. (διαλκ.) κακοί άνθρωποι. -
55 новый
επ., βρ: нов-а, -о; новейший.1. νέος, καινούριος•новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•
-ое издание νέα έκδοση•
-ые знакомства καινούριες γνωριμίες•
новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•
-ые времена νέοι καιροί•
-ая жизнь νέα ζωή•
новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•
-ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•
-ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).
2. πρόσφατος, τελευταίος•-ые события τελευταία γεγονότα•
что -ого? τι το νεότερο;•
ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.
3. άγνωστος μέχρι τώρα•-ые впечатления νέες εντυπώσεις•
я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.
4. μοντέρνος, σύγχρονος•новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).
5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.
εκφρ.новый завет – η Καινή Διαθήκη•новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•- ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε). -
56 одиннадцать
αριθμ. ποσοτ. ένδεκα, έντεκα•умножить одиннадцать на три πολλαπλασιάζω το έντεκα επί τρία•
одиннадцать человек έντεκα άνθρωποι.
-
57 осиный
-
58 отдельный
επ.1. χωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, ξέχωρος• ιδιαίτερος•сидеть за -ым столом κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι•
ход ιδιαίτερη είσοδος•
положить в отдельный ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι•
в каждом -ом случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
|| μεμονωμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο.
|| (συνήθως πλθ.)• -ые μερικοί•-ые примеры μερικά παραδείγματα•
-ые лица, люди μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι.
2. (στρατ.) ανεξάρτητος•отдельный батальон ανεξάρτητο τάγμα.
-
59 полтора
полутора α. κ. ουδ., полторы, полутора θ. ενάμισυ•полтора ведра ενάμισυ κουβά•
полторы страницы μιάμιση σελίδα•
в полутора метрах ενάμισυ μέτρο.
εκφρ.полтора человека – ελάχιστοι άνθρωποι, ασήμαντος αριθμός. -
60 посадский
επ. παλ. •1. αγοραίος•-ие люди αγοραίοι άνθρωποι-.
2. κάτοικος προαστείου.
См. также в других словарях:
ἅνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποί — ἀνθρωπόομαι to have the concept pres subj mp 2nd sg ἀνθρωπόομαι to have the concept pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρωποι — ἄνθρωπος man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. — См. Людей нет! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωποι. — См. Прах ты и в прах обратишься … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τρωγλοδύτες — Άνθρωποι που ζούσαν την προϊστορική περίοδο, αλλά και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις, σε φυσικά κοιλώματα. Τ. ονόμαζαν και στην αρχαία εποχή λαούς με κατώτερη ανάπτυξη που ζούσαν σε τρώγλες. Ο Ηρόδοτος (Δ 183) αναφέρει τα εξής για τους τ. Αιθίοπες … Dictionary of Greek
'νθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek