Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

άνθρωποι

  • 41 звание

    ουδ.
    1. τίτλος•

    звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•

    ученное звание επιστημονικός τίτλος•

    почтное звание τιμητικός τίτλος•

    графское звание ο τίτλος του κόμη•

    княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.

    || βαθμός, αξίωμα•

    воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.

    2. παλ. όνομα, ονομασία.
    3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•

    мещанское звание μικροαστικό στρώμα•

    духовное звание κλήρος, ιερατείο•

    низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•

    люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.

    εκφρ.
    одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > звание

  • 42 злоехидный

    επ.
    δόλιος, ύπουλος, οχιά•κακοποιός•

    -ые люди δόλιοι άνθρωποι•

    задать злоехидный вопрос βάζω ύπουλη ερώτηση.

    Большой русско-греческий словарь > злоехидный

  • 43 иной

    επ.
    1. άλλος•

    нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•

    не кто иной как κανένας άλλος παρά•

    не что -ое как τίποτε άλλο παρά•

    это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•

    -вид άλλη μορφή (όψη)•

    -ыми словами με άλλα λόγια.

    2. κάποιος, ένας• μερικοί•

    -ые люди μερικοί άνθρωποι•

    -ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•

    в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•

    иной раз άλλη φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > иной

  • 44 малый

    επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.
    1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•

    -ая медведица η μικρή Αρκτος.

    || λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•

    великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.

    || άσημος, απλός, αφανής•

    мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.

    || στενός•

    -ые сапоги μικρές μπότες.

    ουσ. το λίγο•

    довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.

    2. ανήλικος.
    εκφρ.
    с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•
    самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•
    без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•
    малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•
    малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•
    - ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).
    επ.
    1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.
    2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•

    умный ξεφτεράκι.

    3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι.

    Большой русско-греческий словарь > малый

  • 45 мелочь

    -и, γεν. πλθ.θ.
    1. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά•

    всякая мелочь παντοειδή μικροπράγματα.

    || (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. || τα μικρά παιδιά. || μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοινωνικά ή υπηρεσιακά).
    2. αθρσ. τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα.
    3. πράγμα ασήμαντο, αναξιόλογο, τιποτένιο. || μικρολεπτομέρεια.
    εκφρ.
    α) λιανικώς• продавать по -ам – πουλώ λιανικώς•
    β) από λίγα, κατά μικρές ποσότητες• покупать по -ам – αγοράζω από λίγα πράγματα•
    размениваться по -ам ή на -и – ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > мелочь

  • 46 мелюзга

    θ. αθρσ. τα μικρά (για έμψυχα). || μικροπράγματα. || μικρά παιδιά παιδαρέλια, μαρίδα. || μτφ. οι κατώτεροι κοινών ικά άνθρωποι.

    Большой русско-греческий словарь > мелюзга

  • 47 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 48 мирянин

    -а, πλθ. -яне, -ян α., -ка, -и θ.
    1. λαϊκός, -ή (αντών. του κληρικός).
    2. αγροτικός, χωριάτικος, μέλος της αγροτικής κοινότητας.
    3. παλ. πλθ. -не λαός, κόσμος, άνθρωποι.

    Большой русско-греческий словарь > мирянин

  • 49 мощи

    -ей πλθ.
    1. (εκκλσ.) λείψανο αγίου.
    2. μτφ. κάτισχνος, κοκκαλιάρης, σκελετός.
    εκφρ.
    живые ή ходячие мощи – σκελετωμένοι άνθρωποι βλ. και 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > мощи

  • 50 национальность

    θ.
    1. λαότητα, εθνότητα.
    2. εθνικότητα•

    совет -ей Συμβούλιο τωνεθνοτήτων•

    люди разных -ей άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων•

    русский по -и ίΡώσος την εθνικότητα•

    установить национальность εξακριβώνω την εθνικότητα.

    3. εθνική αυθύπαρξη ή χαρακτήρας
    национальность искусства ο εθνικός χαρακτήρας της Τέχνης.

    Большой русско-греческий словарь > национальность

  • 51 невинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -о.
    1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•

    -ые люди αθώοι άνθρωποι•

    -ая жертва αθώο θύμα•

    -ое страдание αναίτιο βάσανο•

    он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•

    его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.

    2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•

    невинный ребёнок αθώο παιδάκι•

    -ое создание αθώο πλάσμα.

    || ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•

    невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•

    невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•

    -ые игры αβλαβή παιγνίδια.

    3. αγνός•

    -ая девушка αγνό κορ ίτσι.

    Большой русско-греческий словарь > невинный

  • 52 невооружённый

    επ.
    άοπλος•

    -ые люди άοπλοι άνθρωποι.

    εκφρ.
    - ым глазом – με γυμνό μάτι (χωρίς οπτικό όργανο).

    Большой русско-греческий словарь > невооружённый

  • 53 незнакомый

    επ., βρ: -ком, -а, -о
    άγνωστος• μη γνώριμος•

    незнакомый почерк άγνωστος γραφικός χαρακτήρας•

    -ые места άγνωστα μέρη•

    человек άγνωστος άνθρωπος•

    вы -ы с нашей жизнью εσείς δε γνωρίζετε τη ζωή μας•

    быть -ым είμαι άγνωστος•

    я -ом с нею εγώ δε γνωρίζομαι μ αυτήν•

    Большой русско-греческий словарь > незнакомый

  • 54 нелюди

    -ей πλθ•. (διαλκ.) κακοί άνθρωποι.

    Большой русско-греческий словарь > нелюди

  • 55 новый

    επ., βρ: нов
    -а, -о; новейший.
    1. νέος, καινούριος•

    новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•

    -ое издание νέα έκδοση•

    -ые знакомства καινούριες γνωριμίες•

    новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•

    -ые времена νέοι καιροί•

    -ая жизнь νέα ζωή•

    новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•

    -ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•

    -ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).

    2. πρόσφατος, τελευταίος•

    -ые события τελευταία γεγονότα•

    что -ого? τι το νεότερο;•

    ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.

    3. άγνωστος μέχρι τώρα•

    -ые впечатления νέες εντυπώσεις•

    я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.

    4. μοντέρνος, σύγχρονος•

    новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).

    5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•

    борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.

    εκφρ.
    новый завет – η Καινή Διαθήκη•
    новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•
    - ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•
    вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε).

    Большой русско-греческий словарь > новый

  • 56 одиннадцать

    αριθμ. ποσοτ. ένδεκα, έντεκα•

    умножить одиннадцать на три πολλαπλασιάζω το έντεκα επί τρία•

    одиннадцать человек έντεκα άνθρωποι.

    Большой русско-греческий словарь > одиннадцать

  • 57 осиный

    επ.
    της σφήκας.
    εκφρ.
    - ое гнездо – σφηκοφωλιά (κακοποιοί άνθρωποι)•
    - ая талия – μέση σαν το δαχτυλίδι (ιδίως για γυναίκες).

    Большой русско-греческий словарь > осиный

  • 58 отдельный

    επ.
    1. χωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, ξέχωρος• ιδιαίτερος•

    сидеть за -ым столом κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι•

    ход ιδιαίτερη είσοδος•

    положить в отдельный ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι•

    в каждом -ом случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.

    || μεμονωμένος•

    -ое дерево μεμονωμένο δέντρο.

    || (συνήθως πλθ.)• -ые μερικοί•

    -ые примеры μερικά παραδείγματα•

    -ые лица, люди μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι.

    2. (στρατ.) ανεξάρτητος•

    отдельный батальон ανεξάρτητο τάγμα.

    Большой русско-греческий словарь > отдельный

  • 59 полтора

    полутора α. κ. ουδ., полторы, полутора θ. ενάμισυ•

    полтора ведра ενάμισυ κουβά•

    полторы страницы μιάμιση σελίδα•

    в полутора метрах ενάμισυ μέτρο.

    εκφρ.
    полтора человека – ελάχιστοι άνθρωποι, ασήμαντος αριθμός.

    Большой русско-греческий словарь > полтора

  • 60 посадский

    επ. παλ.
    1. αγοραίος•

    -ие люди αγοραίοι άνθρωποι-.

    2. κάτοικος προαστείου.

    Большой русско-греческий словарь > посадский

См. также в других словарях:

  • ἅνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποί — ἀνθρωπόομαι to have the concept pres subj mp 2nd sg ἀνθρωπόομαι to have the concept pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρωποι — ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωποι. — См. Прах ты и в прах обратишься …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τρωγλοδύτες — Άνθρωποι που ζούσαν την προϊστορική περίοδο, αλλά και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις, σε φυσικά κοιλώματα. Τ. ονόμαζαν και στην αρχαία εποχή λαούς με κατώτερη ανάπτυξη που ζούσαν σε τρώγλες. Ο Ηρόδοτος (Δ 183) αναφέρει τα εξής για τους τ. Αιθίοπες …   Dictionary of Greek

  • 'νθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»