Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

άνετα

  • 1 неуютно

    επίρ.
    μη βολικά, μη άνετα. || ως κατηγ. δεν είναι άνετα•

    в доме было неуютно στο σπίτι δεν ήταν άνετα.

    Большой русско-греческий словарь > неуютно

  • 2 удобно

    1. επίρ. αναπαυτικά, άνετα, βολικά.
    2. ως κατηγ. είναι αναπαυτικά, άνετα,βολικά, εύκολα•

    мне здесь очень удобно εδώ μου είναι πολύ άνετα•

    удобно ли вам прийти вечером? σας βολεύει να έρθετε το βράδυ;

    ταιρ ιάζε ι, αρμόζει•

    удобно ли это сказать άραγε αρμόζει αυτό να ειπωθεί.

    Большой русско-греческий словарь > удобно

  • 3 достаток

    достаток м η ευημερία, η οικονομική άνεση жить в \достатокке ευημερώ, ζω άνετα
    * * *
    м
    η ευημερία, η οικονομική άνεση

    жить в доста́токке — ευημερώ, ζω άνετα

    Русско-греческий словарь > достаток

  • 4 удобно

    удобно 1. нареч. βολικά, άνετα· \удобно устроиться βολεύομαι βολικά 2. предик. είναι καλά* вам \удобно? νιώθετε καλά (или βολευτήκατε); \удобно ли прийти так поздно? κάνει να έρθω τόσο αργά;
    * * *
    1. нареч.
    βολικά, άνετα

    удо́бно устро́иться — βολεύομαι βολικά

    2. предик.

    вам удо́бно? — νιώθετε καλά ( или βολευτήκατε)

    удо́бно ли прийти́ так по́здно? — κάνει να έρθω τόσο αργά

    Русско-греческий словарь > удобно

  • 5 уютио

    уют||ио
    нареч ἄνετα, ἀνέτως, ἀναπαυτικῶς, βολικά:
    \уютионо устроиться τακτοποιοβμαι με ἄνεση· чу́в-ствовать себя \уютионо νοιώθω ἄνετα.

    Русско-новогреческий словарь > уютио

  • 6 несподручно

    επίρ.
    μη βολικά, μη άνετα. || ως κατηγ. δεν είναι βολικά ή άνετα.

    Большой русско-греческий словарь > несподручно

  • 7 свободно

    ελεύθερα
    ελευθέρως
    - вдоль борта судна мор. - στην πλευρά του πλοίου
    - на борту мор. - επί του πλοίου
    - от всякой аварии (страх.) - της οποιαδήποτε αβαρίας
    - от ожидания очереди (ожидание очереди на погрузку за счёт фрахтователя) - της σειράς φορτοεκφόρτωσης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свободно

  • 8 вольготио

    вольготи||о
    нареч ἐλεύθερα, ξέγνοιαστα, ἄνετα.

    Русско-новогреческий словарь > вольготио

  • 9 легко

    легко
    1. нареч ἐλαφρ(ι)ά, ἐλαφρώς / εὔκολα (нетрудно)/ εὐκίνητα, σβέλτα (проворно):
    \легко ступать ἀλαφροπατώ·
    2. предик безл εὐκολα:
    мне так \легко1 νοιώ-Βω ἄνετα· ◊ \легко сказать! ἐΰκολο εἶναι νά τό λες!

    Русско-новогреческий словарь > легко

  • 10 располагаться

    располагаться
    несов ἐγκαθίσταμαι, βολεύομαι:
    \располагаться на опушке леса ἐγκαθίσταμαι στήν παρυφή τοῦ δάσους· \располагаться в вагоне βολεύομαι στό βαγόνι· удобно \располагаться βολεύομαι ἄνετα· \располагаться лагерем воен. στρατοπεδεύω, καταυλίζομαι· \располагаться на постой воен. σταθμεύω.

    Русско-новогреческий словарь > располагаться

  • 11 удобный

    удобн||ый
    прил
    1. ἄνετος, ἀναπαυτικός/ κατάλληλος, βολικός (подходящи):
    \удобныйая одежда ἄνετα ροῦχα· \удобныйый диван τό ἀναπαυτικό ντιβάνι, ὁ ἀναπαυτικός καναπές· \удобныйое сообщение ἡ καλή συγκοινωνία·
    2. (благоприятный) εὐνοϊκός, κατάλληλος:
    \удобныйый случай ἡ εὐνοΐκή περίσταση.

    Русско-новогреческий словарь > удобный

  • 12 шутя

    шутя
    нареч
    1. στ' ἀστεΐα, στά χωρατά:
    не \шутя στά σοβαρά·
    2. (очень легко) μ' εὐκολία, ἄνετα, εὐκολα:
    это \шутя можно сделать αὐτό μπορεί νά γίνει πολύ εὔκο-λα.

    Русско-новогреческий словарь > шутя

  • 13 вольготно

    επίρ.
    ελεύθερα, άνετα.

    Большой русско-греческий словарь > вольготно

  • 14 дома

    επίρ.
    στο σπίτι•

    никого нет дома κανένας δεν είναι στο σπίτι•

    когда вас можно застать дома πότε μπορώ να! σας βρω στο σπίτι.

    εκφρ.
    как дома – όπως στο σπίτι σας (ελεύθερα, άνετα)•
    его нет дома – αυτός δεν είναι στο σπίτι•
    в гостях хорошо, а дома лучшеπαρμ. σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου ή ιδία: εστία πάντων άριστος ή οίκος φίλος, οίκος άριστος (αρχ.)• у него не всё дома αυτός δεν είναι στα καλά του (λογικά του).

    Большой русско-греческий словарь > дома

  • 15 как-то

    επίρ.
    1. κάπως, κατά τι, κατά κάποιον τρόπο•

    мне как-то не по себе α) κάπως δεν είναι καλά ή δεν ταιριάζει, β) κάπως δεν είμαι καλά (στην υγεία)•

    здесь как-то не уютно εδώ πάπως δεν είναι άνετα.

    2. πως, με ποιόν τρόπο.
    3. σαν να, σάμπως•

    я как-то встретил его на улице σάμπως να τον συνάντησα στο δρόμο.

    4. όπως, δηλαδή, παραδείγματος χάρη•

    все предприятия как-то: строительные, текстильные, транспортные... όλες οι επιχειρήσεις, όπως: οι οικοδομικές, υφαντουργικές, μεταφορών...

    εκφρ.
    как-то раз – μια φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > как-то

  • 16 ловко

    1. επίρ.
    επιδέξια, επιτήδεια, σβέλτα.
    2. ως κατηγ. είναι πρόσφορα, άνετα, βολικά.
    3. θαυμάσια, θαΰμα, όπως χρειάζεται, μια χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > ловко

  • 17 приютно

    επιρ. παλ. άνετα• αναπαυτικά.

    Большой русско-греческий словарь > приютно

  • 18 прохлаждать

    ρ.δ.
    βλ. прохладить.
    1. βλ. прохладиться.
    2. οκνεύω, τεμπελιάζω.
    3. καλοζώ, ζω άνετα, αμέριμνα, μη εργαζόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > прохлаждать

  • 19 растянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω•

    растянуть сырую колу τεντώνω το υγρό (μουσκεμένο) δέρμα•

    растянуть перчатки τεντώνω τα γάντια•

    растянуть обувь τεντώνω τα παπούτσια.

    || ανοίγω•

    растянуть рот ανοίγω πολύ το στόμα.

    || χαλαρώνω την ελαστικότητα•

    растянуть подвязки χαλαρώνω το τέντωμα των αναρτήρων (τιραντών).

    || υπερεντείνω, βλάπτω με την υπερένταση•

    растянуть связки στραμπουλίζω, στραγγουλίζω•

    растянуть сухожилия βλάπτω• (στραγγουλίζω) τους τένοντες.

    2. απλώνω•

    растянуть ковр по комнате απλώνω το χαλί στο δωμάτιο•

    растянуть полотно для сушки απλώνω το ύφασμα για στέγνωμα.

    3. τοποθετώ, βάζω σε διάταξη, παρατάσσω• εκτείνω.
    4. καθυστερώ, παρατραβώ, τρενάρω•

    растянуть сроки сева καθυστερώ τη σπορά•

    растянуть доклад παρατραβώ την εισήγηση (ομιλία).

    (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) παρέλκω, παρατείνω, παρατραβώ.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι. || χαλαρώνομαι (κατά την ένταση). || υπερεντείνομαι
    βλάπτομαι από την υπερέ—. νταση• στραμπουλίζομαι εξαρθρώνομαι.
    2. τοποθετούμαι, διατάσσομαι, παρατάσσομαι, εκτείνομαι.
    3. ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά, το πιάνω ξαπλωταριά•

    растянуть на постель спать ξαπλώνω άνετα στο κρεβάτι να κοιμηθώ.

    4. διαρκώ, συνεχίζομαι•

    свадьба -лась на пять дней ο γάμος συνεχίστηκε πέντε μέρες (ημερόνυχτα),

    Большой русско-греческий словарь > растянуть

  • 20 свободно

    1. επίρ. ελεύθερα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ελεύθερα, ευρύχωρα, απλόχωρα ή άνετα.

    Большой русско-греческий словарь > свободно

См. также в других словарях:

  • ἄνετα — ἄνετος relaxed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνετάσας — ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem acc pl (doric) ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem gen sg (doric) ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem acc pl (doric) ἀνετά̱σᾱς , ἀνετάζω inquire of fut part act fem gen… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • θρονιάζω — θρόνιασα, θρονιάστηκα, θρονιασμένος 1. βάζω κάποιον να καθίσει άνετα. 2. το μέσ., θρονιάζομαι, κάθομαι κάπου άνετα: Έτσι που θρονιάστηκα δε σηκώνομαι με τίποτα. – Εσύ καλά θρονιάστηκες, εγώ πού να καθίσω; 3. πάω και μένω κάπου σαν να είχα το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Меркури, Ирини — Ирина Меркури 2003 год Основная информация Имя&# …   Википедия

  • ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»