-
1 удобно
удобно 1. нареч. βολικά, άνετα· \удобно устроиться βολεύομαι βολικά 2. предик. είναι καλά* вам \удобно? νιώθετε καλά (или βολευτήκατε); \удобно ли прийти так поздно? κάνει να έρθω τόσο αργά;* * *1. нареч.βολικά, άνετα2. предик.удо́бно устро́иться — βολεύομαι βολικά
вам удо́бно? — νιώθετε καλά ( или βολευτήκατε)
удо́бно ли прийти́ так по́здно? — κάνει να έρθω τόσο αργά
-
2 удобно
удобн||о1. нареч βολικά, ἀναπαυτικά:\удобно усесться κάθομαι βολικά·2. предик безл:мне здесь \удобно ἐδῶ μέ βολεύει· \удобно ли вам? σᾶς βολεύει;·3. предик безл (подходит):мне это \удобно ἔτσι μοῦ Ερχεται βολικά· если вам это \удобно ἐάν σᾶς εἶναι βολικό. -
3 несподручно
επίρ.μη βολικά, μη άνετα. || ως κατηγ. δεν είναι βολικά ή άνετα. -
4 неудобно
επίρ. κ. σαν κατηγ. στενόχωρα, μη βολικά κλπ.επ. ему неудобно сесть δεν του είναι βολικά να καθήσει,• мне неудобно за него στενοχωρούμαι γι αυτόν. -
5 удобно
1. επίρ. αναπαυτικά, άνετα, βολικά.2. ως κατηγ. είναι αναπαυτικά, άνετα,βολικά, εύκολα•мне здесь очень удобно εδώ μου είναι πολύ άνετα•
удобно ли вам прийти вечером? σας βολεύει να έρθετε το βράδυ;
ταιρ ιάζε ι, αρμόζει•удобно ли это сказать άραγε αρμόζει αυτό να ειπωθεί.
-
6 непринужденно
непринужденн||онареч ἀβίαστα, ἐλεύθερα, μέ εὐχέρειαν, φυσικά:чу́вствовать себя \непринужденно αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου βολικά· держаться \непринужденно συμπεριφέρομαι ἐλεύθερα (или ἀβίαστα). -
7 уютио
уют||ионареч ἄνετα, ἀνέτως, ἀναπαυτικῶς, βολικά:\уютионо устроиться τακτοποιοβμαι με ἄνεση· чу́в-ствовать себя \уютионо νοιώθω ἄνετα. -
8 удобно
[ουντόμπνα] εκίρ. βολικά, αναπαυτικά -
9 удобно
[ουντόμπνα] επίρ βολικά, αναπαυτικά -
10 ловко
1. επίρ.επιδέξια, επιτήδεια, σβέλτα.2. ως κατηγ. είναι πρόσφορα, άνετα, βολικά.3. θαυμάσια, θαΰμα, όπως χρειάζεται, μια χαρά. -
11 неловко
επίρ.1. αδέξια κλπ. επ.2. σαν κατηγ. δεν είναι βολικά (εύθετα), δε βολεί•мне неловко кинуть δε μου βολεί να ρίξω.
|| σαν κατηγ. είναι δύσκολο συστέλλομαι, ντρέπομαι. -
12 неспособно
επίρ.ως κατηγ. δεν αρέσει, δεν είναι αρεστό• δεν είναι βολικά. -
13 неуютно
επίρ.μη βολικά, μη άνετα. || ως κατηγ. δεν είναι άνετα•в доме было неуютно στο σπίτι δεν ήταν άνετα.
-
14 покойно
1. επίρ. ήσυχα κλπ. επ.2. ως κατηγ. α) είναι ήσυχα, β) είναι κανονικά, βολικά, αναπαυτικά. -
15 сподручно
επίρ. βοηθητικά, επικουρικά. || ως κατηγ. είναι βολικά, είναι του χεριού. -
16 тут
тут 1επίρ.1. εδώ, ενταύθα, ενθάδε•вы ждите меня тут να με περιμένετε εδώ•
он был тут αυτός ήταν εδώ•
тут всё есть εδώ υπάρχουν όλα ή απ όλα.
|| αυτόν τον καιρό, τότε. || σε αυτή την περίπτωση.2. μόριοεπιτακ. με τις αντωνυμίες: какой, где, когда, куда- δα, εδώ.εκφρ.тут же: – παρευθύς, αμέσως, την ίδια στιγμή•тут как тут – πάνω στην κουβέντα, όπου φωνή κι ο γάιδαρος• (да) и всё тут εδώ και τέλος, εδώ και τελειώνει οριστικά (κουβέντα, υπόθεση)•что тут и чего тут – βλ. что там (λ. там)• не тут-то было δεν ήρθε βολικά ή δέξια, όπως νόμιζα ή υπολόγιζα.тут 2-а α. κ. тута-ы θ.η μουριά, η συκαμινιά, μορέα. -
17 уместить
умещу, уместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умещённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. τοποθετώ, κάνω να χωρέσει, να μπει•уместить все вещи в чемодан χωρώ όλα τα πράγματα στη βαλίτσα.
|| βάζω, τακτοποιώ•уместить поудобнее τακτοποιώ πιο άνετα ή βολικά.
1. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•вещи -лись в чемодан τα πράγματα χώρεσαν στη βαλίτσα.
2. τοποθετούμαι, πιάνω θέση, χώρο. -
18 уютно
επίρ.άνετα, βολικά, αναπαυτικά.
См. также в других словарях:
βολικός — ή, ό επίρρ. βολικά 1. ο άνετος, ο πρόσφορος, ο ευνοϊκός: Το δωμάτιό μου είναι βολικό. – Όλα μας ήρθαν βολικά. 2. εύκολος, καλόβολος, ευκολομεταχείριστος: Είναι πολύ βολικός άνθρωπος κι έτσι είναι ευπρόσδεκτος παντού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek
διαρρυθμίζω — διαρρύθμισα, διαρρυθμίστηκα, διαρρυθμισμένος, τακτοποιώ, διαμορφώνω ένα χώρο, τον διευθετώ: Το σπίτι μου είναι πολύ βολικά διαρρυθμισμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)