Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άλλαξε

  • 21 τόσο(ν)

    επίρρ.
    1) столько;

    τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;

    2) настолько, так;

    είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;

    τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);

    άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;

    είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;

    δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;

    ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;

    είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;

    δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;

    όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;

    § τόσ... όσο... — столько... сколько...;

    τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόσο(ν)

  • 22 φως

    (γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό
    1) свет, освещение, огонь;

    φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;

    τεχνητό φως — искусственное освещение;

    ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;

    η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;

    ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;

    στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;

    στο т της σελήνης при свете луны;

    με το φως της λάμπας — при свете лампы;

    κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;

    2) (πλ. φώτα) огни;
    συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;

    χάνω το φως μου — терять зрение;

    4) свет, сийние;
    5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);

    φως μου! — светик мой!;

    7) жив. освещение;

    § φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;

    βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;

    βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;

    φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;

    έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;

    (ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;

    χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;

    του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φως

  • 23 настолько

    επίρ.
    τόσο, τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό ή σημείο•

    он был настолько умн, что сразу всё понял ήταν τόσο έξυπνος, που αμέσως τα κατάλαβε όλα•

    он настолько изменился, что нельзя его узнать άλλαξε τόσο πολύ, που δεν μπορείς να τον γνωρίσεις• -..., насколько τόσο..., όσο•

    я не настолько наивен, чтобы ему поверить δεν είμαι τόσο αφελής, ώστε να τον πιστέψω.

    Большой русско-греческий словарь > настолько

  • 24 неузнаваемость

    θ. до -и ώσπου δεν αναγνωρίζεται (τόσο πολύ άλλαξε).

    Большой русско-греческий словарь > неузнаваемость

См. также в других словарях:

  • ἄλλαξε — ἄ̱λλαξε , ἀλλάσσω make other than it is aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλλάσσω make other than it is aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • ανάνιος — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι… …   Dictionary of Greek

  • γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»