-
1 τεχνητό(ν)
το искусственность -
2 τεχνητό(ν)
το искусственность -
3 τεχνητό
вештачкоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τεχνητό
-
4 τεχνητό λίπασμα
вештачко ѓубривоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τεχνητό λίπασμα
-
5 кожа
1. (наружный покров тела) το δέρμαсухая - ξηρό - 2 (из цельного полуфабриката не подвергнутого распиловке) το δέρμα, το πετσί- σόλαςтехническая - τεχνητό -, η δερμάτινηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кожа
-
6 нить
το νήμα, ο μίτος- του σκοινιού, ο κλώνοςкапроновая - τεχνητό -, ερταλόν/νάιλον -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нить
-
7 заменитель
заменитель м о αντικατασ τάτης \заменитель кожи το τεχνητό δέρμα* * *мο αντικαταστάτηςзамени́тель ко́жи — το τεχνητό δέρμα
-
8 химический
химический χημικός; \химическийое удобрение το τεχνητό λίπασμα* * *хими́ческое удобре́ние — το τεχνητό λίπασμα
-
9 искусственный
иску́сственн||ыйприл1. τεχνητός, ψεύτικος:\искусственныйое орошение ἡ τεχνητή ἀρδευση· \искусственныйое питание τό τεχνητό τάγισμα· \искусственныйые зу́бы τά ψεύτικα δόντια· \искусственныйый шелк τό τεχνητό μετάξι· \искусственныйые цветы τά τεχνητά ἄνθη· \искусственныйый спутник Земли́ τεχνητός δορυφόρος·2. (деланный) τεχνητός, πλαστός, ψεύτικος, ἐπίπλαστος:\искусственныйая улыбка τό ψεύτικο χαμόγελο· \искусственныйый смех τό πλαστό γέλοιο. -
10 искусственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о1. τεχνητός•-ое волокно τεχνητές ίνες•
-ые зубы βαλτά δόντια•
-ое орошение τεχνητό πότισμα (άρδευση)•
искусственный шелк τεχνητό μετάξι.• -ые препятствия τεχνητά εμπόδια•
-ые волосы ξένα (ψεύτικα) μαλλιά•
-ое дыхание τεχνητή αναπνοή•
-ые удобрения χημικά λιπάσματα.
2. προσποιητός, επιτηδευμένος, επιτηδευτός, αφύσικος•искусственный смех προσποιητό γέλιο•
-ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.
-
11 абразив
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абразив
-
12 взлётно-посадочная полоса
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взлётно-посадочная полоса
-
13 ВПП
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ВПП
-
14 вискоза
1. (раствор ксантогената целлюлозы) η κελουλόζη σε ρευστή κατάσταση, η βισκόζη 2. (вискозное волокно) το τεχνητό μετάξι, το (ύφασμα) ραγιόν, το βισκόζ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вискоза
-
15 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
16 дерматин
η δερμάτινη, το υποκατάστατο του δέρματος, το τεχνητό δέρμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дерматин
-
17 замша
(из выворотки) το καστόριхромовая - см. велюрРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замша
-
18 заполнитель
1. (для бетона, раствора и т.п.) το πρόσμειγμα, το υλικό πλήρωσης' естественный - φυσικό -мелкий - λεπτό -, ψιλό -2. (для пластмасс, резины) το υλικό γόμωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заполнитель
-
19 изотоп
το ισότοποРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изотоп
-
20 искусственность
το τεχνητό, η προσποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искусственность
См. также в других словарях:
αμερίκιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Am και ατομικό αριθμό 95. Είναι ραδιενεργό και απαντά σε μια δεκάδα ισοτόπων, οι χρόνοι μέσης ζωής (ραδιενέργεια) των οποίων κυμαίνονται μεταξύ λίγων δεκάδων λεπτών και μερικών χιλιάδων ετών. Το ανακάλυψαν το… … Dictionary of Greek
κιούριο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Cm και ατομικό αριθμό 96. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στη σειρά των ακτινιδών. Είναι γνωστά διάφορα ισότοπά του, με αριθμούς μαζών από 238 μέχρι 250. Το ασταθέστερο ισότοπό του είναι το … Dictionary of Greek
νομπέλιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Νο· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 102 και ατομικό βάρος 263, αναφερόμενο στο πιο σταθερό ισότοπο του. Είναι από τα τελευταία στοιχεία που… … Dictionary of Greek
αμμοκονίαμα — Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και… … Dictionary of Greek
τούνελ — Τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που χρησιμεύει για τη διοχέτευση νερού ή τη διέλευση σιδηροδρομικής γραμμής. Bλ. λ. σήραγγα. Είσοδος τούνελ (σήραγγα) στην περιοχή Καπρούν στις αυστριακές αυστριακές άλπεις (φωτ. ΑΠΕ). * * * το,… … Dictionary of Greek
νεπτούνιο ή ποσειδώνιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Np. Ανήκει στην ομάδα των υπερουρανίων και έχει ατομικό αριθμό 93, ατομικό βάρος 237, 06 (αναφερόμενο στο σταθερότερο ισότοπο) και είναι το πρώτο στοιχείο που παρασκευάστηκε τεχνητά. Έχει 11 ισότοπα, με αριθμό… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek