Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τεχνητό

См. также в других словарях:

  • αμερίκιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Am και ατομικό αριθμό 95. Είναι ραδιενεργό και απαντά σε μια δεκάδα ισοτόπων, οι χρόνοι μέσης ζωής (ραδιενέργεια) των οποίων κυμαίνονται μεταξύ λίγων δεκάδων λεπτών και μερικών χιλιάδων ετών. Το ανακάλυψαν το… …   Dictionary of Greek

  • κιούριο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Cm και ατομικό αριθμό 96. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στη σειρά των ακτινιδών. Είναι γνωστά διάφορα ισότοπά του, με αριθμούς μαζών από 238 μέχρι 250. Το ασταθέστερο ισότοπό του είναι το …   Dictionary of Greek

  • νομπέλιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Νο· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 102 και ατομικό βάρος 263, αναφερόμενο στο πιο σταθερό ισότοπο του. Είναι από τα τελευταία στοιχεία που… …   Dictionary of Greek

  • αμμοκονίαμα — Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και… …   Dictionary of Greek

  • τούνελ — Τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που χρησιμεύει για τη διοχέτευση νερού ή τη διέλευση σιδηροδρομικής γραμμής. Bλ. λ. σήραγγα. Είσοδος τούνελ (σήραγγα) στην περιοχή Καπρούν στις αυστριακές αυστριακές άλπεις (φωτ. ΑΠΕ). * * * το,… …   Dictionary of Greek

  • νεπτούνιο ή ποσειδώνιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Np. Ανήκει στην ομάδα των υπερουρανίων και έχει ατομικό αριθμό 93, ατομικό βάρος 237, 06 (αναφερόμενο στο σταθερότερο ισότοπο) και είναι το πρώτο στοιχείο που παρασκευάστηκε τεχνητά. Έχει 11 ισότοπα, με αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»