-
1 άδικος
-
2 ἄδικος
-
3 αδικος
21) несправедливый, неправильно поступающий(ἔς τινα Her., тж. πρός и περί τινα Xen., Plat.)
περιπίπτειν ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. — быть жертвой несправедливых приговоров;ἄδικα ἐργα Her. и χεῖρες ἄδικοι Xen. — обиды, насилия;ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων Xen., Dem. — прибегать к насилию первым, быть обидчиком2) неправедный, неправый, нечестный(φρόνημα Aesch.; φρένες Soph.)
πλοῦτος ἄ. Isocr. — нечестно нажитое богатство3) незаконный4) плохой, негодный(οἰκέτης, ἵππος Xen.)
5) свободный от судебных заседаний, неприсутственный (лат. nefastus)(ἡμέρα Luc.)
-
4 ἄδικος
ἄδικος, ον несправедливый, неправый; сущ. обидчик -
5 ἄδικος
ᾰδῐκος, -ον1 unjust, wrongἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48
n. pl. pro subs.,ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν O. 2.69
-
6 ἄδικος
A wrongdoing, unrighteous, unjust: : [comp] Comp. - ώτερος ib. 272;δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ A.Ch. 398
(lyr.): [comp] Sup. (lyr.): ἄ. εἴς τι unjust in a thing, ἔς τινα towards a person, Hdt.2.119;εἰς χρήματα X. Cyr.8.8.6
; περί τινα ib.27; ἄ. [ἐν τῷ ἀστραγαλίζειν] one who plays unfairly, Pl.Alc.1.110b: c. inf., so unjust as to.., Ep.Heb.6.10.II of things, unjust, unrighteous, , Hdt.1.5;ἕργματα Thgn.380
, Sol.13.12;ἄδικα φρονέειν Thgn.395
; ἄ. λόγος freq. in Ar.Nu.; ἄρχειν χειρῶν ἀ. begin an assault, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, cf. X.Cyr.1.5.13, D.47.39; τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄ., τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄ. right and wrong, Pl.Grg. 460a, etc.; πλοῦτος ἄ. ill-gotten, unrighteous, Isoc.1.38;ζυγὸν ἄ. LXX Am.8.5
;νομὴ ἄ. οὐδὲν ἰς χύει PTeb.286.7
(ii A.D.); ἡ ἄ... συναγωγὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός the unrighteous union, Pl.Tht. 150a; ἄ. δίκη vexatious suit, Cratin.19D.2 of the punishment of wrongdoing,Ζεὺς νέμων ἄδικα κακοῖς A.Supp. 404
(lyr.), cf. E.Or. 647.III ἄ. ἡμέρα, i.e. ἄνευ δικῶν, a day on which the courts were shut, Luc.Lex.9: δίκαιος ἄ. who has not appeared in court, Archipp.46. -
7 άδικος
-
8 ἄδικος
94 ἄδικος{прил., 12}1. несправедливый, обижающий;2. неправедный, нечестный, неверный, незаконный, нечестивый, негодный; как сущ. обидчик.Ссылки: Мф. 5:45; Лк. 16:10, 11; 18:11; Деян. 24:15; Рим. 3:5; 1Кор. 6:1, 9; Евр. 6:10; 1Пет. 3:18; 2Пет. 2:9. LXX: 5765 ( לוע), 8266 ( רקשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄδικος
-
9 άδικος
94 ἄδικος{прил., 12}1. несправедливый, обижающий;2. неправедный, нечестный, неверный, незаконный, нечестивый, негодный; как сущ. обидчик.Ссылки: Мф. 5:45; Лк. 16:10, 11; 18:11; Деян. 24:15; Рим. 3:5; 1Кор. 6:1, 9; Евр. 6:10; 1Пет. 3:18; 2Пет. 2:9. LXX: 5765 ( לוע), 8266 ( רקשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άδικος
-
10 ἄδικος
несправедливнеправедный ἄδικόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄδικος
-
11 ἄδικός
неправеденἄδικοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄδικός
-
12 ἄδικος
1. несправедливый, обижающий; 2. неправедный, нечестный, неверный, незаконный, нечестивый, негодный; как сущ. обидчик; LXX: (עול), (שׂקר).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄδικος
-
13 άδικος
-
14 ἀδικος
2 несправедливый -
15 άδικος
[адикос] εκ. несправедливый, причиняющий обиду,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άδικος
-
16 ἄδικος
-ος,-ον + A 11-4-22-49-39=125 Gn 19,8; Ex 23,1(bis).7; Lv 19,12unrighteous, wrongdoing, unjust (of pers.) Ex 23,1; unjust, unrighteous (of things) Gn 19,8 ἐπ᾽ ἀδίκῳ unjustly, falsely Lv 19,12; ποιῆσαι ζυγὸν ἄδικον to make the balance unfair Am 8,5 Cf. LE BOULLUEC 1989 33.232(Ex 23,1); WEVERS 1990, 358; →NIDNTT; TWNT -
17 άδικος
[адикос] επ несправедливый, причиняющий обиду. -
18 ἄδικος
ἄ-δικος, ungerecht, fern vom Unrecht: widerrechtlich, unrechtmäßig, bes. von Personen und von der Gesinnung; tätliche Beleidigung; eine sich des Unrechts annehmende Rede; nicht von der rechten Beschaffenhet: unbrauchbar; gerichtsfrei; Adv. mit Unrecht, wider Recht, ungerechterweise -
19 άδικος
injuste -
20 άδικος
1) niesłuszny przym.2) niesprawiedliwy przym.
См. также в других словарях:
ἄδικος — wrongdoing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο επίρρ. α και αδίκως 1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος. 2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους. 3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος. 4. το ουδ. ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικώτερον — ἄδικος wrongdoing masc acc comp sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc comp sg ἄδικος wrongdoing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτω — ἄδικος wrongdoing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτων — ἄδικος wrongdoing fem gen superl pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτέρων — ἄδικος wrongdoing fem gen comp pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατα — ἄδικος wrongdoing adverbial superl ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατον — ἄδικος wrongdoing masc acc superl sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκω — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκως — ἄδικος wrongdoing adverbial ἄδικος wrongdoing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)