-
1 ψίλαξ
------------------------------------ -
2 Ψίλαξ
Ψίλαξmasc nom /voc sg -
3 ψίλαξ
ψίλαξmasc nom /voc sg -
4 Ψίλακα
Ψίλαξmasc acc sg -
5 ψίλακα
ψίλαξmasc acc sg -
6 ψιλοβάφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλοβάφος
-
7 ψίλον
См. также в других словарях:
Ψίλαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίλαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
ψίλαξ — ακος, ὁ, Α ψιλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
Ψίλακα — Ψίλαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίλακα — ψίλαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek