Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Φυλλικός

См. также в других словарях:

  • φυλλικός — ή, ό / φυλλικός, ή, όν, ΝΑ [φύλλον] νεοελλ. φρ. «φυλλικό οξύ» (βιοχ.) άλλη ονομασία τού φολικού οξέος αρχ. 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλλωμα («βλάστησις φυλλική», Θεόφρ.) 2. όμοιος με φύλλο («φυλλικὸν σφαιρίον») 3. (το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φυλλικόν — φυλλικός of a leaf masc acc sg φυλλικός of a leaf neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλικῆς — φυλλικός of a leaf fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλική — φυλλικός of a leaf fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλικάς — φυλλικά̱ς , φυλλικός of a leaf fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»