-
1 φυλλικός
-
2 φυλλικός
φυλλικός, blätterig, zu den Blättern gehörig -
3 φυλλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλλικός
-
4 φυλλικόν
φυλλικόςof a leaf: masc acc sgφυλλικόςof a leaf: neut nom /voc /acc sg -
5 φυλλική
φυλλικόςof a leaf: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 φυλλικής
-
7 φυλλικῆς
-
8 φυλλικάς
φυλλικά̱ς, φυλλικόςof a leaf: fem acc pl
См. также в других словарях:
φυλλικός — ή, ό / φυλλικός, ή, όν, ΝΑ [φύλλον] νεοελλ. φρ. «φυλλικό οξύ» (βιοχ.) άλλη ονομασία τού φολικού οξέος αρχ. 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλλωμα («βλάστησις φυλλική», Θεόφρ.) 2. όμοιος με φύλλο («φυλλικὸν σφαιρίον») 3. (το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
φυλλικόν — φυλλικός of a leaf masc acc sg φυλλικός of a leaf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλικῆς — φυλλικός of a leaf fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλική — φυλλικός of a leaf fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλικάς — φυλλικά̱ς , φυλλικός of a leaf fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)