Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Φορτουνᾶτος

См. также в других словарях:

  • Φορτουνάτος — Κωμωδία που έχει γραφτεί στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης, στα χρόνια της πολιορκίας του από τους Τούρκους (1667 69). Είναι γραμμένη στην κρητική διάλεκτο με πολλούς ιταλισμούς και έχει αρκετά λογοτεχνικά προσόντα. Η πρώτη έκδοση του …   Dictionary of Greek

  • Αμαλάριος Φορτουνάτος — (τέλη 8ου – αρχές 9ου αι.). Αρχιεπίσκοπος της πόλης Τρίερ της Πρωσίας (809 816). Στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη (813) ως αντιπρόσωπος του Καρλομάγνου για την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης μεταξύ του τελευταίου και του βυζαντινού αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • Фортунат апостол из числа семидесяти — (Φορτούνατος счастливый, благополучный; 1 Кор. XVI, 17) по преданию, апостол из числа семидесяти. Прибыв от лица коринфской церкви к апостолу Павлу в Ефес, Ф. вместе с Стефаном и Ахаиком уведомил его о состоянии коринфской церкви и успокоил дух… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Фортунат, апостол — (Φορτούνατος счастливый, благополучный; 1 Кор. XVI, 17) по преданию, апостол из числа семидесяти. Прибыв от лица коринфской церкви к апост. Павлу в Ефес, Ф. вместе с Стефаном и Ахаиком уведомил его о состоянии коринфской церкви и успокоил дух его …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • εντυμασία — και (ε)ντυμασ(ι)ά, η (Μ ἐντυμασία και (ἐ)ντυμασ(ι)ά) ενδυμασία, φορεσιά, ρουχισμός («μα να μού δώσει εντυμασιά γη να μέ καλικώσει» ή να μέ παπουτσώσει, να μού φορέσει υποδήματα, Φορτουνάτος) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελάτος, Σπύρος — (Αθήνα 1940 –).Φιλόλογος και σκηνοθέτης θεάτρου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και θεατρολογία στα πανεπιστήμια της Βιέννης και του Λονδίνου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Επτανησιακό …   Dictionary of Greek

  • Ντέκερ, Τόμας — (Thomas Dekker, Λονδίνο 1572; – 1632;). Άγγλος δραματουργός και συγγραφέας. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του· είναι ωστόσο βέβαιο, ότι το 1598 έγραφε για το θίασο των Lord Admira’s Men και ότι έμεινε στη φυλακή μερικά χρόνια για χρέη …   Dictionary of Greek

  • Ξανθουδίδης, Στέφανος — (Αβδού, Κρήτη 1864 – Ηράκλειο 1928). Ιστορικός φιλόλογος και αρχαιολόγος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε αρχικά ως καθηγητής στην Κρήτη όπου δίδαξε σε γυμνάσια της Νεάπολης και του Ηρακλείου (1889 – 1897) και έπειτα ως… …   Dictionary of Greek

  • Φώσκολος — Επώνυμο οικογένειας Βενετών ευγενών, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: 1. Λεονάρδος. Στρατηγός. Έζησε τον 17o αι. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Αλβανία, στη Δαλματία και στα νησιά και διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»