-
1 Φλειάσιος
Φλειάσιοςmasc nom sg -
2 Φλειασίων
Φλειάσιοςfem gen plΦλειάσιοςmasc /neut gen pl -
3 Φλειάσιον
Φλειάσιοςmasc acc sgΦλειάσιοςneut nom /voc /acc sg -
4 Φλειασίοις
Φλειάσιοςmasc /neut dat pl -
5 Φλειασίους
Φλειάσιοςmasc acc pl -
6 Φλειάσιοι
Φλειάσιοςmasc nom /voc pl -
7 Φλειασία
Φλειασίᾱ, Φλειάσιοςfem nom /voc /acc dualΦλειασίᾱ, Φλειάσιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
8 φλειοῦς
φλειοῦς, οῦντος, ὁ later [full] φλιοῦς (as spelt in codd. of Th.5.58, X. HG7.2.11, al., v.l. in Hdt.7.202), Phlius in the Peloponnese, B.8.4, Hdt. l. c., etc.:—Adj. [full] φλειάσιος [pron. full] [ᾱ], later [pref] φλι-, SIG31 (Delph., v B. C.), IG12.82.15, etc., [dialect] Ion. [full] φλειήσιος SIG239B49, 51 (Delph., iv B. C.), in codd. of Hdt.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλειοῦς
-
9 Φλειασίαν
Φλειασίᾱν, Φλειάσιοςfem acc sg (attic doric aeolic) -
10 πέδον
Grammatical information: n.Compounds: As 2. member in δά-πεδον, κράσ-πεδον a.o.; s. vv. and Risch IF 59, 14 f. Adject. hypostasis ἔμ-πεδος `standing on the ground, firm' (ep. poet., late prose) with ἐμπεδ-όω `to confirm, to consider inviolable' (Att. etc.); bahuvrihi w. α copul. ἄ-πεδος `flat' (Hdt., Th., X.); as 1. member a.o. in πεδο-βάμων `walking the earth' (A.). Adverbs πεδ-όσε, - όθεν, - οι (ep. poet.).Derivatives: Besides with ιο-suffix πεδίον n. `plain, plane, field' (Il.) with many derivv.: 1. πεδι-άς, - άδος f. `flat, level, on the plain' (Pi., IA.); 2. πεδι-εινός, also πεδ-εινός, -ϊνός, `flat, level' (IA.; after αἰπεινός, resp. πυκινός a.o.); 3. πεδι-ακός `belonging to the plain', pl. `inhabitant of the plain country of Attica' (Lys. Fr. 238 S., Arist., pap.); 4. πεδι-εῖς m. pl. `id.' (Plu., D. L., Bosshardt 74); 5. πεδι-άσιος `on the plain' (Str., Dsc.; prob. after Φλειάσιος a.o.); 6. πεδι-ασι-μαῖος = campester (gloss.); 7. πεδι-ώδης `flat' (sch.); 8. Πεδι-ώ f. `goddess of the plain' (Hera; Sicily. -- Cypr. πεδίϳα f. `plain' (cf. Bechtel Dial. 1, 423); after χώρα, γῆ?Etymology: Old inherited word, identical with Hitt. pedan `place, position', Umbr. peřum `bottom', as well as with Arm. het, -oy `track', OWNo. fet n. `pace', Skt. padá- n. `pace, step, footstep', Av. pađa- n. `trace': IE * pedo-m n. Orig. meaning `trace, bottom', from the word for `foot', s. πούς w. lit.Page in Frisk: 2,485-486Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέδον
См. также в других словарях:
Φλειάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλειάσιος — και Φλιάσιος και ιων. τ. Φλειήσιος, ὁ, Α Φλειοῡς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλειοῦς + κατάλ. άσιος / ήσιος (πρβλ. θρι άσιος, Ἰθακ ήσιος)] … Dictionary of Greek
Φλειασίων — Φλειάσιος fem gen pl Φλειάσιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλειάσιον — Φλειάσιος masc acc sg Φλειάσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλειασίοις — Φλειάσιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλειασίους — Φλειάσιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλειάσιοι — Φλειάσιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλειασία — Φλειασίᾱ , Φλειάσιος fem nom/voc/acc dual Φλειασίᾱ , Φλειάσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιάσιος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε άσιος (πρβλ. Φλειάσιος) … Dictionary of Greek
προκλής — Oνομασία ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Θεόδωρου, ένας από τους δύο στρατηγούς που οι Αθηναίοι έστειλαν στα παράλια της Πελοποννήσου με 30 πλοία. Ο Π. σκοτώθηκε στη διάρκεια της εκστρατείας. 2. Βασιλιάς της Σπάρτης, αρχηγός του γένους των… … Dictionary of Greek
Φλειασίαν — Φλειασίᾱν , Φλειάσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)