-
1 γαλεώτη
-
2 γαλεώτῃ
-
3 φέροικος
φέρ-οικος, ὁ, a white animal like aGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέροικος
См. также в других словарях:
γαλεώτῃ — γαλεώτης gecko lizard masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλεώτες — Αρχαία φυλή στην Σικελία, που ασκούσαν τη μαντεία με γαλεώτας (σαύρες). Κατ’ άλλους, ονομάστηκαν έτσι από τον Γαλεό ή Γαλεώτη, γιο του Απόλλωνα και της Θεμιστούς (κόρης του Ζαβία, βασιλιά των Υπερβόρειων), αδελφό του Τελεμισσού … Dictionary of Greek