Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαλεώτῃ

См. также в других словарях:

  • γαλεώτῃ — γαλεώτης gecko lizard masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλεώτες — Αρχαία φυλή στην Σικελία, που ασκούσαν τη μαντεία με γαλεώτας (σαύρες). Κατ’ άλλους, ονομάστηκαν έτσι από τον Γαλεό ή Γαλεώτη, γιο του Απόλλωνα και της Θεμιστούς (κόρης του Ζαβία, βασιλιά των Υπερβόρειων), αδελφό του Τελεμισσού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»