-
1 θαρραλέον
θαρσαλέοςdaring: masc acc sg (attic)θαρσαλέοςdaring: neut nom /voc /acc sg (attic) -
2 θαρσαλέος
θαρσαλέος, ion. u. altatt., später von Plat. an ϑαῤῥαλέος, gutes Muthes, getrost, kühn; πολεμιστής, Il. 21, 589 u. öfter; ϑαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν Od. 7, 51; ϑαρσ. καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης 17, 449, frech, wie ϑαρσαλέη, κύον ἀδδεές 19, 91; ϑαρσαλέοι καὶ τλήμονες, getrost aushaltend, Il. 21, 430; ϑαρσ. ἦτορ 19, 169; φωνή Pind. N. 9, 49; ϑαρσαλέαι ἐλπίδες, kühne Hoffnungen, Aesch. Prom. 534; in Prosa, τίνες ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν ϑαῤῥαλέοι εἰσίν Plat. Prot. 350 a; mit ἀνδρεῖος verglichen ib. 349 e; Lach. 182 c; ϑαῤῥαλέοι καὶ ϑρασεῖς Legg. I, 649 c. – Τὸ ϑαῤῥαλέον, das, woran man sich wagen kann, dem man sich ohne Furcht unterziehen kann, Plat. Prot. 359 c, im Ggstz v. δεινός, vgl. Lach. 195 b ff.; τἀληϑῆ εἰδότα λέγε ἀσφαλὲς καὶ ϑαῤῥαλέον Rep. V, 450 e; ἐν τῷ ϑαῤῥαλέῳ εἶναι Lys. 12, 49, in Sicherheit sein; vgl. Thuc. 2, 51. – Adv., ϑαῤῥαλέως ἔχειν πρὸς ϑάνατον, gutes Muthes sein, Plat. Apol. 34 e, εἰπεῖν u. ä., öfter, wie Sp.
-
3 ἐν-οράω
ἐν-οράω (s. ὁράω), 1) in Etwas sehen, bemerken an Etwas; ἐν τῷ χαλκίῳ ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον Ar. Ach. 1129; τοῖς πολεμίοις ἐνορῶν τὸ ἀφύλακτον, er bemerkte an ihnen, Thuc. 3, 30; ἐν χρημάτων κατασκευῇ ἀνϑρώπου κακίαν ἄλλην τινὰ ἐνορᾷς ἢ πενίαν; Plat. Gorg. 477 b; ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδὲν ἐνορᾷ οὐδέτερος ὑμῶν Theag. 127 e; κακόνοιάν τινα ἐνιδόντες μοι Xen. An. 7, 7, 45; τῷ προςώπῳ τὸ ϑαῤῥαλέον Plut. Rom. 7; ἐν τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν. παίδων οὐκ ἐνεώρα (τοῦτο) Her. 3, 53; ὅπερ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον Thuc. 1, 95; mit dem partic., ἐνορέω γὰρ ὑμῖν οὐκ οἵοισί τε ἐσομένοισι πολεμέειν Ξέρξῃ, ich sehe euch an, daß ihr nicht im Stande sein werdet Krieg zu führen, Her. 8, 140; der dat. ist aus dem Zusammenhange oft zu ergänzen, πολλὰ γὰρ ἐνορῶ δι' ἃ ἐμοὶ τοῦτο οὐ ποιητέον, sc. τῷ πράγματι, ich sehe hierbei Vieles, Xen. An. 1. 3, 15; übh. bemerken, einsehen, Her. 1, 123, öfter, u. Folgde. – 2) ansehen, anblicken; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 27, δεινὸν ἐνορᾶν κολαζομένοις παισί Plut. Popl. 6; δριμὺ ἐνορᾶν, scharf, finster ansehen, Luc. u. a. Sp.; εἰς τὴν ϑεράπαιναν Hel.
-
4 θαρσαλεον
новоатт. θαρρᾰλέον τό1) уверенность, безопасность(θ. καὴ δραστήριον Plut.)
2) несомненность, надежностьτὰ θαρραλέα Plat. — вопрос, не вызывающий сомнения, нечто верное, безопасное дело
-
5 θαρσαλεος
новоатт. θαρρᾰλέος 31) отважный, храбрый(πολεμιστής, ἀνήρ Hom.; καρδία Arst.; ὅ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θ. Plat.)
2) смелый, уверенный(ἦτορ Hom.; φωνή Pind.; ἐλπίδες Aesch.)
3) внушающий уверенность, не вызывающий беспокойстваτἀληθῆ εἰδότα λέγειν ἀσφαλὲς καὴ θαρραλέον (sc. ἐστίν) Plat. — тому, кто знает истину, можно говорить уверенно и смело
4) дерзкий, наглый(θ. καὴ ἀναιδής Hom.)
-
6 θαρσαλέος
θαρσαλέος, gutes Mutes, getrost, kühn; ϑαρσ. καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης, frech; ϑαρσαλέοι καὶ τλήμονες, getrost aushaltend; ϑαρσαλέαι ἐλπίδες, kühne Hoffnungen. Τὸ ϑαῤῥαλέον, das, woran man sich wagen kann, dem man sich ohne Furcht unterziehen kann; ἐν τῷ ϑαῤῥαλέῳ εἶναι, in Sicherheit sein. Adv., ϑαῤῥαλέως ἔχειν πρὸς ϑάνατον, gutes Mutes sein
См. также в других словарях:
θαρραλέον — θαρσαλέος daring masc acc sg (attic) θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
ρέκτης — ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [ῥέζω (Ι)] δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον») αρχ. ιερεύς … Dictionary of Greek
ՔԱՋԱՍՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0988 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c գ. τόλμα, εὑτολμία, θαρραλέον τῆς ψυχῆς audacia, fortitudo animi. Քաջասիրտն գոլ. քաջութիւն սրտի. արիութիւն ոգւոյ. համարձակութիւն. *Գողացան պարսիկք ʼի քաջասրտութենէ նորա: Այսպիսի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)