-
1 τεσσαρακοστός
A fortieth, Th.1.60, etc.; [dialect] Dor. [full] τετρωκοστός, ά, όν, Archim.Aren.4.10, al.; also [dialect] Ion. apparently, SIG167.17 (Mylasa, iv B.C.): but [dialect] Ion. [full] Τετρηκοστή (pr. n.) GDI5755.5 (ibid.).II ἡ τεσσαρακοστή (sc. μοῖρα):2 a fortieth, a coin of Chios, Th.8.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακοστός
См. также в других словарях:
τεσσαρακοστός — ή, ό / τεσσαρακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ… … Dictionary of Greek