Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Τήμενος

  • 1 Τημενος

         Темен (сын Аристомаха, потомок Геракла, царь Аргоса, легендарный родоначальник македонских царей) Her., Plat.

    Древнегреческо-русский словарь > Τημενος

  • 2 Τήμενος

    Τήμενος
    masc nom sg

    Morphologia Graeca > Τήμενος

  • 3 Τημένου

    Τήμενος
    masc gen sg

    Morphologia Graeca > Τημένου

  • 4 Τημένους

    Τήμενος
    masc acc pl

    Morphologia Graeca > Τημένους

  • 5 Τημένων

    Τήμενος
    masc gen pl

    Morphologia Graeca > Τημένων

  • 6 Τήμενον

    Τήμενος
    masc acc sg

    Morphologia Graeca > Τήμενον

  • 7 Temenus

    Τήμενος, ὁ.
    Descendant of Temenus: Τημενδης, -ου, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Temenus

  • 8 τημενίς

    τημενίς, , u. τήμενος, , s. unter τήβεννα.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τημενίς

  • 9 τήβεννα

    τήβεννα, , auch τηβεννίς, ἡ, u. τήβεννος, ἡ, Plut. Rom. 26, wie D. Hal. 3, 61, eine griechische Kleidung der Reichen u. Vornehmen (ursprünglich in Argos, Poll. 7, 61), auch τήμενος und τημενίς geschrieben, vgl. Artemid. 2, 3; später werden damit die röm. toga, trabea (vgl. D. Hal. 6, 13) u. chlamys bezeichnet; Pol. oft, λαμπρά, toga candida, 10, 4, 8.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τήβεννα

  • 10 Τημένω

    Τήμενος
    masc dat sg

    Morphologia Graeca > Τημένω

  • 11 Τημένῳ

    Τήμενος
    masc dat sg

    Morphologia Graeca > Τημένῳ

  • 12 Τημένωι

    Τημένῳ, Τήμενος
    masc dat sg

    Morphologia Graeca > Τημένωι

  • 13 Πύλος

    Πῠλος city of Messenia (P. 6.35) founded by Neleus. ἐπεὶ ἀντίον τῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν; O. 9.31 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν, ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον: i. e. Periklymenos and Euphamos: Νηλέως γὰρ ὁ Περικλύμενος, ὁ δὲ Νηλεὺς Ποσειδῶνος υἱός Σ.) P. 4.174 μαντήιον· τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων: ἀπὸ τῆς Πύλου τὴν Μεσσήνην σημαίνει. τριμερὴς δὲ ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν διαίρεσις· οἱ μὲν γὰρ Ἀριστοδήμου παῖδες ἔσχον τὴν Λακωνικήν, ὁ δὲ Τήμενος τὸ Ἄργος, ὁ δὲ Κρεσφόντης τὴν Μεσσήνην Σ.) P. 5.70

    Lexicon to Pindar > Πύλος

  • 14 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 15 τήβεννα

    τήβεννα, , also [full] τήβεννος, , D.H.3.61, Plu.Rom.26, Cor.9, etc., = Lat.
    A toga (incl. its varieties the trabea, etc.), Inscr.Délos 1442 B34 (ii B.C.), Plb.10.4.8, D.H.2.70, 3.61, 5.47, 6.13, D.S.5.40; worn by Antiochus Epiphanes, Plb.26.1A.2, Ptol.Euerg.3 J.: said to be derived from Τήμενος (

    Τήβεννος Suid.

    ) the Arcadian, Artem.2.3, cf. Poll.7.61 (where [full] τηβεννίς is prob. cj. for τημενίς); but D.H.3.61 expressly doubts its Hellenic origin. (The form of the word, and the context in D.H. l.c., suggest that it is Etruscan, but K. O. Müller's conjecture Τυρρηνοί for τύραννοι in EM756.26 is doubtful.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τήβεννα

См. также в других словарях:

  • Τήμενος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τημένου — Τήμενος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τημένους — Τήμενος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τημένων — Τήμενος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τημένῳ — Τήμενος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήμενον — Τήμενος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТЕМЕН — (Τήμενος), в греческой мифологии: 1) сын Аристомаха, правнук Гилла, сына Геракла. Принадлежал к поколению Гераклидов, которому оракул предсказал победоносное возвращение в Пелопоннес. После одержанной Гераклидами победы над потомками Агамемнона Т …   Энциклопедия мифологии

  • ТЕМЕН —    • Temĕnus,          Τήμενος, сын Аристомаха, отец Кейса, Фалка, Агрея и Гирнефо (Ύρνηθώ), один из ираклидов. При вторжении дорян в Пелопоннес ему достался в удел Аргос, где поэтому царствовали потомки его, Темениды. Темениды считались также… …   Реальный словарь классических древностей

  • Темен — Темен (др. греч. Τήμενος)  легендарный[1] царь Дориды и Аргоса, из рода Гераклидов, правивший в конце XII  начале XI века до н. э. Темен был сыном Аристомаха. Ему и его братьям, Кресфонту и Аристодему удалось совершить… …   Википедия

  • κεισός — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Τήμενου, βασιλιά του Άργους. Σύμφωνα με την παράδοση, ανέθεσε σε δύο φονιάδες να σκοτώσουν τον πατέρα του, επειδή είχε μάθει πως εκείνος σχεδίαζε να δώσει τον θρόνο στον Δηιφόντη, στρατηγό του και σύζυγο της… …   Dictionary of Greek

  • Δηιφόντης — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν Ηρακλείδης, γιος του Αντίμαχου, βασιλιά της Επιδαύρου και σύζυγος της Υρνηθούς, κόρης του επίσης Ηρακλείδη Τημένου. Ο Τήμενος ανέθεσε στον γαμπρό του Δ. τον ρόλο του συμβούλου του σε όλες τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»