-
1 Σχεδίω
-
2 Σχεδίῳ
-
3 σχεδίω
-
4 σχεδίῳ
-
5 σχέδιος
I of Place, near, σ. ξίφη weapons for close combat, A.Ch. 163 (lyr.);σ. δόρυ Arist. Fr. 498
;ἐν σ. μάχῃ Epigr.Gr.333.3
([place name] Pergamon).II of Time, casual, temporary, αἰτίη, πρόφασις, πόνος, Aret.SD2.7, 2.13, 2.12, etc.; ἐπὶ σχεδίου as Adv., ib.1.6; on the spur of the moment, off-hand,ποτόν AP11.64
(Agath.);λόγος D.H.Comp.18
, etc.; ὥσπερ ἐν σχεδίῳ πόλις ἀποδείκνυται in a moment, J.BJ3.5.2; σχέδιον, τό, extemporaneous speech, impromptu, Hermog.Meth.17 fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχέδιος
См. также в других словарях:
Σχεδίῳ — Σχεδίος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδίῳ — σχέδιος near masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέδιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ναυβολίδη Ιφίτου και της Ιππολύτης. Πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο επικεφαλής (μαζί με τον αδελφό του Επίστροφο) των Φωκέων. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα σε μάχη γύρω από το πτώμα του Πάτροκλου. Όπως αναφέρει ο Στράβωνας,… … Dictionary of Greek