-
1 Σουνιάρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σουνιάρατος
-
2 Σουνιάρατον
Σουνιάρᾱτον, Σουνιάρατοςworshipped at Sunium: masc /fem acc sgΣουνιάρᾱτον, Σουνιάρατοςworshipped at Sunium: neut nom /voc /acc sg -
3 Σουνιάρατε
Σουνιάρᾱτε, Σουνιάρατοςworshipped at Sunium: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
σουνιάρατος — ον, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Σουνιάρατος προσωνυμία τού Ποσειδώνος που λατρευόταν στο Σούνιο («ὦ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + άρατος (< ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι»), πρβλ. δημ άρατος] … Dictionary of Greek
Σουνιάρατον — Σουνιάρᾱτον , Σουνιάρατος worshipped at Sunium masc/fem acc sg Σουνιάρᾱτον , Σουνιάρατος worshipped at Sunium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουνιέρακος — ὁ, Α (ως παρωδία τού σουνιάρατος) το γεράκι τού Σουνίου («ὦ Σουνιέρακε, χαῑρ ἄναξ Πελαργικέ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + ἱέραξ, ακος «γεράκι»] … Dictionary of Greek
Σουνιάρατε — Σουνιάρᾱτε , Σουνιάρατος worshipped at Sunium masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)