-
1 Σουνιέρακε
Σουνιέρᾱκε, Σουνιέρακοςworshipped at Sunium: masc voc sg -
2 Σουνιάρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σουνιάρατος
См. также в других словарях:
σουνιέρακος — ὁ, Α (ως παρωδία τού σουνιάρατος) το γεράκι τού Σουνίου («ὦ Σουνιέρακε, χαῑρ ἄναξ Πελαργικέ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + ἱέραξ, ακος «γεράκι»] … Dictionary of Greek
Σουνιέρακε — Σουνιέρᾱκε , Σουνιέρακος worshipped at Sunium masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)