-
1 Σεμελη-γενέτης
Σεμελη-γενέτης, ὁ, der Sohn der Semele, Dionysus, Hymn. (IX, 524, 19).
-
2 Σεμεληγενέτης
Σεμελη-γενέτης, ὁ, der Sohn der Semele, Dionysus -
3 Σεμεληγενετης
См. также в других словарях:
σεμεληγενέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε από την Σεμέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σεμέλη + γενέτης (< γίγνομαι)] … Dictionary of Greek