-
1 Σεμεληγενετης
См. также в других словарях:
σεμεληγενέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε από την Σεμέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σεμέλη + γενέτης (< γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
1 Σεμεληγενετης
σεμεληγενέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε από την Σεμέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σεμέλη + γενέτης (< γίγνομαι)] … Dictionary of Greek