-
1 Σειληνικός
Σειληνικός, silenisch, silenenhaft.
-
2 Σειληνικος
-
3 Σειληνικός
Σειληνικός, silenisch, silenenhaft -
4 Σιληνικος
-
5 σέθεν
A v. σύ. [full] σεῖα· ἐδίωξα ([dialect] Boeot.), Hsch. ([dialect] Boeot. spelling of Σῆα, prob. [tense] aor. of σεύω). [full] σειεύς, ὁ, v. σείσων. [full] Σειληνικός, [full] Σειληνός, [full] Σειληνώδης, v. Σιλ-.
См. также в других словарях:
σειληνικός — ή, όν, Α βλ. σιληνικός … Dictionary of Greek
σιληνικός — και σειληνικός, ή, όν, Α [Σ(ε)ιληνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σιληνό … Dictionary of Greek